Η ηγεσία της Volkswagen υπερασπίστηκε σήμερα ενώπιον περισσότερων από 10.000 εργαζομένων την εφαρμογή αυστηρών μέτρων λιτότητας, τα οποία είχαν προαναγγελθεί προχθές. Αυτά περιλαμβάνουν το κλείσιμο ενός εργοστασίου, την κατάργηση του καθεστώτος «εγγυημένης απασχόλησης» και ενδεχομένως την περικοπή θέσεων εργασίας.
Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ανακοίνωσαν «σκληρή αντίσταση».
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στην έδρα του Ομίλου στο Βόλφσμπουργκ, το διοικητικό συμβούλιο έγινε δεκτό με έντονες αποδοκιμασίες και γιουχαΐσματα. Ο οικονομικός διευθυντής Αρνό ‘Αντλιτς ανέφερε την «πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα» και εξήγησε ότι στην Ευρώπη πωλούνται ετησίως δύο εκατομμύρια λιγότερα αυτοκίνητα από ό,τι πριν από την πανδημία του κορονοϊού. «Αυτό δύσκολα θα αλλάξει», τόνισε, προσθέτοντας ότι για την VW, η οποία κατέχει το 1/4 της ευρωπαϊκής αγοράς, αυτό σημαίνει ότι «μας λείπουν οι πωλήσεις 500.000 αυτοκινήτων τον χρόνο, δηλαδή οι πωλήσεις δύο εργοστασίων». Όπως είπε, «αυτό δεν έχει να κάνει με τα προϊόντα μας ή με τις κακές επιδόσεις των πωλήσεων, απλώς η αγορά δεν υπάρχει πια».
Η επικεφαλής του συμβουλίου των εργαζομένων της VW, Ντανιέλα Καβάλο, χαρακτήρισε τις προαναγγελθείσες αλλαγές «κήρυξη πτώχευσης» από το διοικητικό συμβούλιο, προειδοποιώντας για «σκληρή αντίσταση» σε ενδεχόμενο κλείσιμο εργοστασίων και απολύσεις. Ανέφερε την «έλλειψη ιδεών» της διοίκησης, και δήλωσε: «Η μείωση κόστους, το κλείσιμο εργοστασίων και οι απολύσεις δεν είναι απλώς δείγμα ένδειας, αλλά δήλωση χρεοκοπίας». Αναγνώρισε τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η εταιρία, αλλά τόνισε ότι τα νέα σχέδια επιτρέπονται «μόνο σε ένα σενάριο, όταν έχει πεθάνει συνολικά το επιχειρηματικό μοντέλο, κάτι που δεν ισχύει». Υπογράμμισε ότι η Volkswagen «δεν υποφέρει από τα εργοστάσιά της στη Γερμανία και το εγχώριο εργοδοτικό κόστος, αλλά μάλλον από το γεγονός ότι το διοικητικό συμβούλιο δεν κάνει τη δουλειά του».
Ο επικεφαλής της VW, Τόμας Σέφερ, υποστήριξε ότι η εταιρία ξοδεύει περισσότερα από όσα κερδίζει εδώ και καιρό και τώρα επιδιώκει να εξοικονομήσει χρήματα για νέες επενδύσεις. «Χρειαζόμαστε χρήματα για επενδύσεις», σημείωσε, εξηγώντας ότι αν μειωθεί βιώσιμα το κόστος, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων. «Θα είμαστε εκείνοι που θα έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε και οι επόμενες γενιές να μπορούν να εργάζονται εδώ», δήλωσε.
Ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος, Βόλφγκανγκ Μπύχνερ, δήλωσε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν σκοπεύει να αναμιχθεί στις διαδικασίες, καθώς πρόκειται για μια εταιρεία του ιδιωτικού τομέα. Η κυβέρνηση, όπως είπε, έχει αναγνωρίσει τη σημασία της Volkswagen ως μίας από τις μεγαλύτερες γερμανικές εταιρίες και είναι ενήμερη για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αυτοκινητοβιομηχανία. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς έχει ήδη συναντηθεί με τη διοίκηση της VW και το συμβούλιο των εργαζομένων.
Η Volkswagen λειτουργεί εργοστάσια στο Βόλφσμπουργκ, στο Έμντεν, στο Όσναμπρουκ, στο Ζαλτσγκίτερ, στο Ανόβερο και στο Μπράουνσβαϊγκ, καθώς και στο Τσβικάου, στο Κέμνιτς και στη Δρέσδη. Σύμφωνα με πληροφορίες, το εργοστάσιο που πιθανόν να κλείσει είναι το Τσβικάου, όπου απασχολούνται 10.350 εργαζόμενοι και παράγονται τρία ηλεκτροκίνητα μοντέλα της VW, δύο της Audi και ένα της Cupra, καθώς και αμαξώματα για τη Bentley Bentayga και τη Lamborghini Urus. Εάν τελικά κλείσει κάποιο εργοστάσιο της VW στη Γερμανία, αυτό θα είναι το πρώτο στην 87χρονη ιστορία της.