Πέμπτη, 15 Δεκεμβρίου 2011 22:47
Θεοφύλακτος Παγλαρίδης: Περί εθνικής κυριαρχίας και εθνικής κουζουλάδας
Με οιμωγές περί εκχώρησης και των τελευταίων εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Μέρκελ υποδέχτηκε μεγάλο τμήμα της ιθαγενούς πολιτικής ελίτ την πρόταση απόφασης της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ για την επαναδιαμόρφωση των συνθηκών, που αφορούν στην δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών μελών του Eurogroup.
Μάλιστα, ορισμένα τμήματα της εγχώριας ελίτ ηρωοποίησαν τον Κάμερον. Ο αντιευρωπαίος Βρετανός πρωθυπουργός που μόνη έγνοια του είχε να προστατέψει τα ειδικά χρηματοπιστωτικά συμφέροντα του Σίτι, , αναγορεύτηκε από ελληνικά μμε ως ο οιονεί Τσώρτσιλ των ημερών..
Να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Είναι κατανοητό να ακούμε από το ΚΚΕ ότι η ένταξη στην ΕΕ σημαίνει ανεπίτρεπτη εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Θεωρεί την ΕΕ μητέρα πασών των δεινών, το Μάαστριχτ κάτι σαν τον οξαποδώ της εθνικής οικονομίας, οπότε υπάρχει μια λογική στην θέση πως κάθε βάθεμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης συνεπάγεται επιδείνωση των εθνικών συμφερόντων.
Κατά ένα περίεργο τρόπο όμως μια παρόμοια αντίληψη διακατέχει και μια σημαντική μερίδα του αστικού κόσμου – στον οποίο, εκών άκων, συγκαταλέγεται και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα τα αστικά κόμματα όταν αποδέχονται την ένταξή της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και, το σημαντικότερο, την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, οφείλουν να αναγνωρίζουν τα αυτονόητα:. Η συμμετοχή σημαίνει και εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών άλλοτε δικαιωμάτων καθώς οι αποφάσεις λαμβάνονται είτε από συνόδους εκπροσώπων των εθνικών κυβερνήσεων είτε από νέα ευρωπαϊκά όργανα.
Εκτός κι αν πιστεύει κανείς πως τα 56 εκατομμύρια ευρώ που θα εισρεύσουν στις τσέπες των αγροτών του Κιλκίς στο τρίμηνο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου – πέραν όσων άλλων ειδικών πληρωμών- οφείλουν την προέλευσή τους σε μονομερή και κυριαρχική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης κι όχι κατ’ εφαρμογή της ΚΑΠ.
Είναι αποκαρδιωτικό να ακούμε από Έλληνες πολιτικούς ότι επιθυμούν την παραμονή στο ευρώ, αλλά εκτιμούν ως οιονεί φασιστική την αξίωση να περιορίσουμε ελλείμματα ύψους 10 και 15%. Λες και αποτελεί εκδήλωση και απόδειξη εθνικής περηφάνειας και κυριαρχίας να ζούμε πέρα από τις δυνάμεις μας με ελλείμματα, δηλαδή με δανεικά..
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι ότι η Γερμανία αποφάσισε ΤΩΡΑ να επιβάλλει κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά γιατί δεν θωρακίστηκε από γεννησιμιού του το ευρώ με κανόνες ενιαίας συμπεριφοράς ή -το έλλασον- γιατί δεν ελέγχθηκαν έγκαιρα οι παρεκκλίσεις από εκείνο το έρμο το 3%.
Γιατί η Γερμανία αντιδρά τώρα; Διότι τώρα καλείται να καλύψει τα ελλείμματα των Ακάλυπτων του Νότου. Για να δοθεί και ένα τέλος στην επέλαση τω αγορών που βρήκαν οικονομίες με ελλείμματα και κερδοσκοπούν ασύστολα. Και προτού υποκύψει στο αίτημα για έκδοση ευρωομόλογου, δηλαδή κατά κύριο λόγο η γερμανική οικονομία να καλύπτει με το τεράστιο οικονομικό της βάρος πάσα δημοσιονομική ανομία, επιχειρεί να συμμαζέψει τη δυνατότητα των χωρών να ζούν με ανεξέλεγκτα ελλείμματα.
Ήταν μύωπες οι Γερμανοί όταν άφηναν λάσκα τα δημοσιονομικά σχοινιά και δέχονταν στο ευρώ χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία – για να μην πούμε Ιταλία και Βέλγιο; Όχι βέβαια, και τότε το συμφέρον τους εξυπηρετούσαν. Η ζώνη του ευρώ αποτελεί την ενιαία αγορά της Ευρώπης , δηλαδή την επέκταση της εσωτερικής αγοράς της Γερμανίας. Σήμερα τα πλεονάσματα της γερμανικής οικονομίας συγκρίνονται μόνο με τα πλεονάσματα της Ιαπωνίας πριν 30 χρόνια, όταν η ιαπωνική κυβέρνηση ενίσχυε τους Ιάπωνες εργαζόμενους να κάνουν διακοπές και να καταναλώνουν επιτέλους όσα παρήγαγαν δουλεύοντας ακατάπαυστα.
Τώρα λοιπόν που η ζώνη του ευρώ χρειάζεται συμμάζεμα, οι Γερμανοί, ως οι κατά συμφέρον επισπεύδοντες, πίεσαν και επέβαλαν την αναδιαμόρφωση των συνθηκών επί το λογικότερο Κοινό νόμισμα σημαίνει κοινή δημοσιονομική συμπεριφορά.
Και στα μέσα του επόμενου έτους να ετοιμαστούμε για να υποδεχτούμε το ευρωομόλογο
Ο αναγνώστης όμως δεν πρέπει να μείνει με την εντύπωση ότι όλος αυτός ο ορυμαγδός και ο ευρωπαϊκός διάλογος, είναι απλά τεχνικής φύσης.
Είναι δυστύχημα ότι σε μια κρίσιμη καμπή η Ελλάδα αδυνατεί, λόγω των ειδικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν με τον υπέρμετρο δανεισμό της και την εξάρτησή της από τους δανειστές, να πρωταγωνιστήσει στην θέσπιση μιας αντισταθμιστικής πολιτικής μεταφοράς πόρων από τον πλούσιο Βορρά στον χαμηλής ανταγωνιστικότητας Νότο ώστε να διαμορφωθούν οι συνθήκες μιας ομογενοποιημένης οικονομικής ζώνης.
Η εθνική θέση θα ήταν: Ναι, να συμφωνήσουμε σε ενιαίους κανόνες δημοσιονομικής συμπεριφοράς. Ναι, να συμφωνήσουμε σε ελλείμματα 0,5% και έλεγχο κάθε παρέκκλισης..
Αλλά όπως δεν μπορεί σε μια ζώνη κοινού νομίσματος να έχει το ελεύθερο κάθε χώρα να πολιτεύεται με όποια ελλείμματα τραβά η ψυχή των πολιτικάντηδών της, το ίδιο αθέμιτο και πολιτικά ανήθικο είναι σε μια ενιαία νομισματική ένωση να υφίσταται χάος ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στον πλούσιο βορρά και τον φτωχό νότο. Και την ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν θα την εγγυηθεί καμιά κοινή δημοσιονομική πολιτική παρά μόνο μια αναπτυξιακά ομογενοποιημένη Ευρώπη. Και εν πολλοίς είναι και η υστέρηση ανταγωνιστικότητας που δημιουργεί τα ελλείμματα.
Στα θέματα αυτά ενυπήρχε πεδίον δόξης λαμπρόν για όσους προασπίζονταν τα εθνικά συμφέροντα. Είναι προφανές ότι για τη σύγκλιση και της ανταγωνιστικότητας είναι απαραίτητη η μεταφορά πόρων, αλλά προφανέστερη είναι η αδυναμία της Ελλάδας τα πράξει τα αναλογούντα σε εκείνη. Πόροι μεταφέρονται από 26ετίας και πλέον μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, αλλά δυστυχώς το χάσμα ανταγωνιστικότητας βαθαίνει.
Επομένως η εθνική θέση θα ήταν μια σύνθετη πολιτική θεραπείας των εσωτερικών δυσλειτουργιών που μας καθιστούν αντιπαραγωγικούς και μια δυναμική διεκδίκηση μεταφοράς πόρων – και τεχνογνωσίας- από τις κύριες ωφελημένες από την ενιαία εσωτερική αγορά χώρες του Βορρά.
Η απασχόληση του πολιτικού κόσμου σε έριδες περί την εκχώρηση ή μη εθνικών δικαιωμάτων, η αναζήτηση ασφαλέστερης τάχα λύσης πέρα και έξω από το ευρώ και το χειρότερο: η υπονόμευση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας μας αποτελούν πράξεις πολιτικού αυτοχειριασμού και συνάμα απόδειξη της αδυναμίας του να διαχειριστεί ορθολογικά τα σύγχρονα προβλήματα του τόπου.
Η Ευρώπη παρά τις αδυναμίες, τα κατάλοιπα των ιστορικών ανταγωνισμών και τις θεσμικές της υστερήσεις αποτελεί το μοναδικό μας σπίτι, τη μόνη ασπίδα σε ένα κόσμο όπου κυριαρχούν οι υπέρτερες και ακαταμάχητες από μια μικρή οικονομία όπως η Ελληνική, δυνάμεις της αγοράς. Και δεν ευθύνονται οι Ευρωπαίοι αν η εγχώρια πολιτική τάξη αδυνατεί να νομοθετήσει και να εφαρμόσει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα. Αν η φοροδιαφυγή αποτελεί εθνικό μας σπορ. Αν απαξιώνουμε τις μόνες πλουτοπαραγωγικές πηγές που απόμειναν, τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Αν, ενώ όλοι ομνύουμε στις ξένες επενδύσεις και την ανάπτυξη, κάνουμε όσα ακριβώς – και κάτι παραπάνω- χρειάζονται για να τις διώχνουμε.
Η Ευρώπη φορολογεί τους πολίτες της και μας δανείζει με επιτόκια που δεν θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε από τις αγορές. Δεν το γνωρίζουν ο συνέλληνες, αλλά σήμερα η Ιταλία δανείζεται με 7% επιτόκια για να δανείζει εμάς με κάτι παραπάνω από 4%! Η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία, μας δανείζουν για να αγοράζουμε φάρμακα, για να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις. Κι αντί η διαπίστωση αυτή να μας συνεγείρει, αντί να .λειτουργήσει ως αφετηρία της δημιουργίας μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας, εξαπολύουμε και επιθέσεις κατά της Ευρώπης διότι τάχα μας υποχρεώνει να της εκχωρήσουμε κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Το άλλο που απομένει είναι να συγκροτηθεί μέτωπο των φοροφυγάδων που θα καταγγέλλουν πως παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματά τους όταν ερευνώνται οι καταθέσεις τους σε ελληνικές και ξένες τράπεζες…
Δεν θα αργήσει να το ακούσουμε: Οπότε δικαίως θα αποφανθεί ξανά ο ποιητής του Ρωτόκριτου: Σήμερο κάμω απόφαση και κουζουλούς σάς κρίνω…