Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου 2024, 11:12:57 μμ
Παρασκευή, 06 Ιουνίου 2008 04:37

Δημήτρης Αγαθόπουλος : Το Κιλκίς του αύριο στόχοι και προοπτικές

Ζούμε σε μια περιοχή της βόρειας Ελλάδας η οποία για πολλά χρόνια, για υποκειμενικούς και αντικειμενικούς λόγους, ήταν από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας μας. Η νεότερη ιστορία του τόπου μας, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και την έλευση των προσφύγων από τον Πόντο, την ανατολική Θράκη, την Στενήμαχο, την Στρώμνιτσα κ.λ.π, δεν ξεπερνά τον ένα αιώνα. Χρόνος ελάχιστος για να καταγράψει κανείς τα σταθερά χαρακτηριστικά του τόπου μας, την κουλτούρα, τις παραδόσεις, την οικονομική και αναπτυξιακή του πορεία, πολύ περισσότερο όταν σε αυτό το χρονικό διάστημα υπήρξαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ένας εμφύλιος πόλεμος, με τις χειρότερες επιπτώσεις για τον νομό μας και μια μακρόχρονη περίοδος ψυχρού πολέμου κατά την διάρκεια του οποίου η αναπτυξιακή πορεία της περιοχής μας ήταν στην κατάψυξη.

Παρ' όλα αυτά το Κιλκίς έχει καταγράψει τη μικροιστορία του μετά από τρεις γενεές και ενώ διανύουμε την τέταρτη. Θεωρώ ότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα για το ανθρώπινο δυναμικό του τόπου μας,   και πέρα από όλα τα άλλα το κυριότερο θετικό σταθερό χαρακτηριστικό της περιοχής μας, κατά την άποψή μου, είναι η αρμονική συμβίωση των προσφυγικών πληθυσμών. Η ζύμωση στη διάρκεια του χρόνου  διαφορετικών αντιλήψεων, παραδόσεων, νοοτροπιών, γνώσεων κ.ά δημιούργησαν έναν πολυπολιτισμικό μικρόκοσμο , προϋπόθεση για την αναπτυξιακή πορεία του τόπου μας σε όλα τα επίπεδα. Η αποδοχή της διαφορετικότητας , η αλληλεγγύη, η αλληλοκατανόηση,  η απόρριψη της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες μπορείς να στηρίξεις την νέα σου πορεία. Κάνω μια παρένθεση εδώ για να τονίσω ότι όλως παραδόξως, έχοντας αυτές τις εμπειρίες , εμφανίζονται συμπτώματα ξενοφοβίας και ρατσισμού απέναντι σε αλλοεθνείς οικονομικούς μετανάστες το τελευταίο διάστημα το οποίο θεωρώ υποτιμητικό και απαράδεκτο για τον τόπο μας όταν στην δική μας ιστορική διαδρομή έχουμε και τις εμπειρίες των δικών μας οικονομικών μεταναστών στην Ευρώπη, στην Αμερική και την Αυστραλία. Στην διάρκεια του περασμένου αιώνα, εκτός από τις μεγάλες μετακινήσεις προσφύγων στα μέρη μας μετά τον 1o  παγκόσμιο πόλεμο, είχαμε και άλλες φουρνιές προσφύγων το 1938, το 1964, το 1978, το 1990 οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Εάν σε όλους αυτούς προσθέσεις και την εσωτερική αστυφιλία τότε γίνεται κατανοητή η υπερβολική πληθυσμιακή αύξηση των αστικών κέντρων, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και στην πόλη του Κιλκίς.
Τα τελευταία 15 χρόνια ο τριπλασιασμός περίπου των κατοίκων της πόλης του Κιλκίς ήταν αντιστρόφως ανάλογος της επέκτασής της και των υποδομών της. Επιλέχθηκε η καθ' ύψος και όχι η εκτατική  ανάπτυξή της με ότι αυτό συνεπάγεται (ανεπάρκεια δημόσιων χώρων, κυκλοφοριακά προβλήματα, έλλειψη χώρων στάθμευσης, υπερεκμετάλλευση  των οικοπέδων, κατάληψη κοινόχρηστων χώρων, κ.ά). Η επέκταση που σχεδιάστηκε την δεκαετία του 1990 αποφόρτισε σε ένα βαθμό τις οικιστικές αναγκαιότητες της πόλης χωρίς όμως να καταφέρει να διατηρήσει στο ελάχιστο την εικόνα του παλιού Κιλκίς . Ο αυξημένος συντελεστής δόμησης είχε σαν αποτέλεσμα, όχι μόνο το κέντρο της πόλης αλλά και οι περιφερειακές συνοικίες να έχουν την εικόνα και τα προβλήματα των συνοικισμών των μεγάλων πόλεων.   Η ανεπάρκεια του κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να διαχειριστεί να σχεδιάσει και να προγραμματίσει την ανάπτυξη των πόλεων δημιούργησε το πλαίσιο πολυποίκιλων αυθαιρεσιών με αποτέλεσμα την σημερινή καθόλου κολακευτική κατάσταση που επικρατεί στις περισσότερες πόλεις. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της εκάστοτε Δημοτικής Αρχής, οι οποίες δεν ήταν άμοιρες ευθυνών, να βελτιώσει στον άλφα ή βήτα βαθμό την κατάσταση προσκρούει στα στεγανά, την ανεπάρκεια, τον οικονομικό στραγγαλισμό και την κομματοκρατία της κεντρικής εξουσίας.
Σήμερα για να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε στοιχειωδώς τις προοπτικές του τόπου μας πρέπει να δούμε σε ποιες πολιτικοοικονομικές συγκυρίες αναπτύσσεται η περιοχή μας. Η γεωγραφική θέση του νομού μας του προσφέρει δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα τα οποία τον καθιστούν ελκυστικό για οικονομικές επενδύσεις, μεταφορές, υπηρεσίες, βιοτεχνικές-βιομηχανικές επενδύσεις, μεταποιητικές δραστηριότητες, κτηνοτροφία κ.ά. Το πρώτο πλεονέκτημα είναι ότι μετά την παρέλευση του ψυχρού πολέμου έχουν ανοίξει τα βόρεια σύνορά μας με αποτέλεσμα την ελεύθερη μετακίνηση πληθυσμών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Και το δεύτερο πλεονέκτημα είναι η γειτνίαση με το μεγάλο αστικό κέντρο της Βόρειας Ελλάδας την Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα όμως και οι δύο αυτοί παράγοντες τον καθιστούν  ευάλωτο στις όποιες παράπλευρες αρνητικές επιπτώσεις  θα έχουν οι μεταβολές που συντελούνται στα αστικά κέντρα και τον παραγωγικό ιστό του νομού.
Όσο αφορά το πρώτο πλεονέκτημα, παρά τις αρνητικές επιπτώσεις που είχαν οι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία και η δυστοκία που παρατηρείται στις σχέσεις μας με την FYROM, είναι εμφανής τα τελευταία χρόνια η αυξημένη κινητικότητα κεφαλαίων και υπηρεσιών από και προς τις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου διαμέσου του νομού μας από την στιγμή που διαθέτει στην έκτασή του τρεις τελωνειακούς σταθμούς και πολύ κοντά του βρίσκεται ο τέταρτος (Κούλα) από τον οποίο επιφορτίζεται μεγάλο μέρος του κυκλοφοριακού όγκου.
Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι και το σημαντικότερο. Ο αστικός ιστός της Θεσσαλονίκης και των πέριξ αυτής βιοτεχνικών – βιομηχανικών ζωνών έχουν κορεστεί και δεν υπάρχουν πλέον πολλά περιθώρια πολεοδομικών αλλαγών και περαιτέρω βιομηχανικών επενδύσεων με αποτέλεσμα η πόλης να αναζητά την επέκτασή της. Φυσική συνέπεια αυτής της ανάγκης είναι, αυτό το μεγάλο αστικό κέντρο, να αναζητά διεξόδους προς την Χαλκιδική και την Πιερία για τις τουριστικές και ψυχαγωγικές ανάγκες του πληθυσμού του και προς το Κιλκίς για τις υπόλοιπες δραστηριότητες που προαναφέραμε. Αυτή η προοπτική έχει τα θετικά της αλλά, αν δεν προβλεφθούν ορισμένες καταστάσεις, έχει και τα αρνητικά της. Ήδη τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου βλέπουμε να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια οι βιομηχανίες, όχι μόνο μέσα στους προβλεπόμενους χώρους των βιομηχανικών περιοχών αλλά σε όλο το μήκος του άξονα Θεσσαλονίκη – Κιλκίς – Δοϊράνη. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις  βιομηχανιών που επιβάρυναν και επιβαρύνουν το περιβάλλον με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων του νομού.
Συνέπεια αυτής της επέκτασης λειτουργιών της Θεσσαλονίκης θα είναι και η περαιτέρω γιγάντωση της πόλης του Κιλκίς από την στιγμή που είναι το πιο κοντινό οργανωμένο αστικό κέντρο που διαθέτει όλες τις δομές (υπηρεσίες, εκπαίδευση, αγορά, συγκοινωνίες κ.α) για να εξυπηρετήσει τους κατοίκους του. Τάση η οποία συνεχώς θα αυξάνεται όπως συνέβη με όλες τις πόλεις δορυφόρους των μεγάλων αστικών κέντρων. Ο νέος αυτοκινητόδρομος θα επιταχύνει ακόμη περισσότερο την αποκέντρωση προς τις περιοχές μας, με επίκεντρο πάντα την πόλη του Κιλκίς. Η πληθώρα των ανοίκιαστων ή απούλητων κατοικιών στην πόλη σε λίγα χρόνια δεν θα είναι αρκετή για να καλύψει την ζήτηση από πολίτες που θα επιλέγουν το Κιλκίς ως μόνιμη κατοικία τους πρώτον γιατί το κόστος αγοράς ή ενοικίασης είναι κάτω από το μισό της Θεσσαλονίκης και δεύτερο γιατί η ποιότητα ζωής για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους έχει καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά από αυτήν της μεγαλούπολης. Η σχεδιαζόμενη δε επέκταση του προαστιακού Σιδηροδρομικού δικτύου μέχρι την Ροδόπολη (όπως συνέβη στη περιοχή της Κορίνθου) θα εκτινάξει στα ύψη την τάση αυτή αν πραγματοποιηθεί.
Μέχρι στιγμής αυτή η γιγάντωση της πόλης του Κιλκίς αλλά και άλλων πόλεων, προήλθε κυρίως από την ερήμωση των χωριών χωρίς να έχουμε ουσιαστικές μεταβολές  στον πληθυσμό του νομού (μικρή αύξηση).  Δηλαδή έχουμε μια αστικοποίηση αγροτών οι οποίοι μετά την εγκατάλειψη ή την μερική εγκατάλειψη των αγροτικών τους δραστηριοτήτων, αναζητούν επαγγελματική διέξοδο σε άλλους τομείς στα αστικά κέντρα. Όταν δε ο κύριος όγκος των επαγγελματικών δραστηριοτήτων βρίσκεται στα αστικά κέντρα λογικό είναι σε αυτά να συσσωρεύεται και ο μεγαλύτερος αριθμός οικονομικών μεταναστών.  
Εδώ μπαίνει ένα μεγάλο ερώτημα. Είμαστε έτοιμοι να προγραμματίσουμε και να διαχειριστούμε μια τέτοια εξέλιξη για την πόλη του Κιλκίς, όσο και αν μας φαίνεται σήμερα περίεργη? Εκτιμώ όχι. Ακόμη λειτουργούμε με την λογική της διαχείρισης αυτού που είχαμε και έχουμε, με μικρές παρεμβάσεις, που όμως δεν δίνουν λύσεις στις ανάγκες του μέλλοντος. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, χωρίς να διεκδικώ το αλάθητο των απόψεών μου, ο μελλοντικός σχεδιασμός της πόλης πρέπει να συμπεριλάβει από τώρα τα δημοτικά διαμερίσματα της Κρηστώνης, του Μεταλλικού, της Ξηρόβρυσης, του Ζαχαράτου και της Αργυρούπολης. Να συμπεριλάβει σαν πνεύμονες και χώρους αναψυχής τα δασύλλια του Ηρώου, τον λόφο του Αγίου Γεωργίου φυσικά και το μεγάλο δασύλλιο απέναντι από το ΚΤΕΟ  (καλά να είναι ο πρώην Δασάρχης  Δέδος).  Οι περιφερειακοί αυτοκινητόδρομοι, πέραν των περιμετρικών, οι οποίοι και αυτοί είναι ουσιαστικά ανύπαρκτοι, θα πρέπει να είναι αυτός που ενώνει σήμερα το κόμβο Μαυρονερίου με τον κόμβο του Μεταλλικού, και να σχεδιαστούν άλλοι δύο από τον κόμβο του Μεταλλικού μέχρι τον δρόμο προς Ευκαρπία βόρεια και από τον κόμβο Μαυρονερίου μέχρι τον δρόμο προς Τέρπυλλο ανατολικά. Όσο μακρινοί μας φαντάζουν αυτοί οι σχεδιασμοί θεωρώ ότι είναι απολύτως αναγκαίοι για την ορθολογική ανάπτυξη της πόλης που δεν θα ασφυκτιά στα σημερινά της όρια και δεν θα ανακυκλώνει τα αδιέξοδά της.
Μια μεγάλη και σοβαρή παράμετρος για τον μελλοντικό σχεδιασμό της πόλης είναι και η εκπαίδευση.  Η βιομηχανική αποκέντρωση της Θεσσαλονίκης προς τις περιοχές μας μπορεί να παρασύρει και την λειτουργία ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων , όπως συνέβη και με την Σίνδο. Παράμετρος η οποία ανοίγει άλλες προοπτικές αν κατάλληλα διαχειριστούμε μια τέτοια εξέλιξη. Η στόχευση μιας τέτοιας προοπτικής από τους φορείς της πόλης και όχι η παθητική αναμονή είναι πρωταρχικής σημασίας.  Η παραχώρηση δε του συνόλου των κοινόχρηστων εκτάσεων στον παλιό σκουπιδότοπο και το πρώην πεδίο βολής, στα ΤΕΙ, είναι μονόδρομος.
Ένας τέτοιος σχεδιασμός στην διάρκεια του χρόνου θα αποκεντρώσει λειτουργίες, υπηρεσίες, δραστηριότητες, θα εντάξει περιοχές οι οποίες θα αποκτήσουν άλλο ενδιαφέρον( οικονομικό, λειτουργικό, επενδυτικό, εκπαιδευτικό) , θα δώσει διέξοδο στο κυκλοφοριακό πρόβλημα, θα εντάξει χώρους πράσινου στον αστικό ιστό, θα οριοθετήσει πολεοδομικά λειτουργίες που δεν θα προκαλούν όχληση στους περιοίκους και το κυριότερο θα μπορεί ο κάθε πολίτης να προγραμματίσει για τον ίδιο και για τα παιδιά του μακροχρόνια από την στιγμή που θα ξέρει εκ των προτέρων πως έχει χωροθετηθεί η πόλης.
Φιλοδοξώ με αυτή μου την παρέμβαση να ανοίξει μια συζήτηση η οποία δεν θα περιοριστεί στα <<κλειστά>> γραφεία των προσυμβουλίων και των Νομαρχιακού και Δημοτικού Συμβουλίων. Η πρότασή μου απευθύνεται στην Δημοτική Αρχή να πάρει την πρωτοβουλία και να επεκταθεί ο διάλογος στους φορείς της πόλης (επαγγελματικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς, επιστημονικούς, παραγωγικούς κ.ά) και από κοινού σε μάκρος χρόνου να επιτύχουν το ακατόρθωτο. Ένας τέτοιος διάλογος δεν υποκαθιστά τον ρόλο των θεσμικών οργάνων της Τοπικής και Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης αλλά τον ενισχύει και τον νομιμοποιεί ακόμη περισσότερο στην συνείδηση του πολίτη για τις όποιες επιλογές τους.
Εάν δεν καταφέρουμε κάτι τέτοιο, τότε περιπτώσεις όπως η δυστοκία για την χωροθέτηση  του Δικαστικού Μεγάρου, η προσπάθεια λεηλάτησης των οικοπέδων γύρω από τα ΤΕΙ, η εκ νέου πρόταση εγκατάστασης στρατοπέδων μέσα στην πόλη (αεροδρόμιο, στρατ. Δογάνη), η αυθαίρετη εγκατάσταση Εκκλησιών σε κοινόχρηστους χώρους, το κυκλοφοριακό χάος το οποίο δυστυχώς έφτασε και στην πόλη μας, η αλλαγή χρήσης κοινόχρηστων χώρων, η έλλειψη χώρων για λαϊκές αγορές, η καθυστέρηση εδώ και οχτώ χρόνια περίπου κατασκευής και λειτουργίας του νέου νεκροταφείου, η έλλειψη αθλητικών εγκαταστάσεων, η έλλειψη χώρων πολιτισμού  και άλλες καταστάσεις που θα προκύψουν στο μέλλον θα δημιουργήσουν ανυπέρβλητα εμπόδια για τον ορθολογικό σχεδιασμό αυτής της πόλης. Η επικείμενη συνένωση Περιφερειών, Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και Δήμων καθιστά ακόμη πιο αναγκαίο αυτόν τον σχεδιασμό με όρους πολιτικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς και πολεοδομικούς.