Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024, 6:29:13 πμ
Κυριακή, 30 Σεπτεμβρίου 2018 19:27

Η βία του διπλανού

Του Ανδρέα Μακρίδη.

Τρία φριχτά βίντεο από το κέντρο της Αθήνας, παρελαύνουν στα δελτία ειδήσεων και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δείχνοντας μια κοινωνία βουτηγμένη στο μίσος.

Στο πρώτο βίντεο εμφανίζεται ένας ναρκομανής, που αδυνατεί να κρατήσει το σώμα του όρθιο. Είναι εγκλωβισμένος σε ένα κοσμηματοπωλείο που έχει πόρτα που κλείνει αυτόματα. Ο ιδιοκτήτης και ένας φίλος του σπάνε την βιτρίνα – και όταν εκείνος προσπαθεί να βγει έξω μπουσουλώντας στο έδαφος, τον κλωτσάνε επανειλημμένα στο κεφάλι.

 

Στο δεύτερο βίντεο, ο ναρκομανής κρατά στα χέρια ένα κομμάτι γυαλί και επιχειρεί να ξεφύγει. Παραπατά και σωριάζεται σε ένα τραπέζι παρακείμενου μαγαζιού. Στο τρίτο βίντεο, επάνω απ' τον αιμόφυρτο, στέκουνε οκτώ αστυνομικοί που προσπαθούν να του γυρίσουνε τα χέρια για να του περάσουν χειροπέδες. Ο ίδιος κουνά για λίγο τα αδύναμα πόδια του σαν να σπαρταρά, και ξεψυχά στο κράσπεδο.

Οι εικόνες αυτές από το κέντρο της Αθήνας, αναζωπύρωσαν μια διαμάχη που υποβόσκει χρόνια τώρα. Κάποιοι άνθρωποι που συνήθως αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά στον χώρο της Αριστεράς (ή στο αναρχικό της άκρο) καταγγέλλουν τους “αγανακτισμένους πολίτες”, τους “νοικοκυραίους”, ότι επικροτούν τη βία εναντίον των μεταναστών, των ναρκομανών, των ομοφυλόφιλων και των αναρχικών. Οι “νοικοκυραίοι” συχνά δικαιολογούνται, λέγοντας πως απλώς αμύνονται δεχόμενοι επίθεση. Και σε αντιγύρισμα, υπενθυμίζουν τα θύματα της “17 Νοέμβρη”, τους καμένους της τράπεζας Marfin, την Μυρτώ που κακοποιήθηκε στην Πάρο από κάποιον Πακιστανό.

Η κοινωνία μοιάζει να διχάζεται σε βάθος για άλλη μια φορά. Ο προηγούμενος διχασμός που μας οδήγησε και στα όπλα, είχε βαθιές κοινωνικές και πολιτικές ρίζες. Η φτώχεια, η εθνική καταστροφή του '22, η αντίθεση γηγενών και προσφύγων, η έλλειψη και διεκδίκηση της γης, η διαμάχη για το πολίτευμα της χώρας, η φοβία για το μέλλον της Εκκλησίας, δεν ήσαν αφορμές, αλλά πραγματικές αιτίες για μία σύρραξη που μάτωσε και βαραίνει ακόμα τον κορμό του έθνους μας. Τι βάθος έχει η σημερινή διαμάχη;

Είναι οι κατήγοροι του νεκρού ναρκομανή και ομοφυλόφιλου της Ομόνοιας, οι σκληρά εργαζόμενοι και πράγματι νοικοκυραίοι του παρελθόντος; Διέπονται μήπως απ' την παλιά ηθική, είναι έτοιμοι να πεινάσουν και να σκοτωθούν για τη Μεγάλη Ιδέα του '22; Θα έσπευδε ο μέσος συντηρητικός πολίτης όπως τον γνωρίσαμε, να λυντσάρει έναν άνθρωπο πεσμένο στο έδαφος; Και βεβαίως, υπάρχει και η αντίστροφη ανάγνωση: Τι σόι κοινωνική ευαισθησία μπορεί να επικαλείται κανείς, όταν δεν συγκινείται από τον ηλικιωμένο που τον ληστεύουν μεσ' στο σπίτι του, όταν βλέπει στους δρόμους περιφερόμενα ναυάγια, πόρνες από την Αφρική, ανθρώπους άγνωστους με άγνωστες προθέσεις και ταυτότητα;

Η οργή και ο θυμός του καθενός με οποιαδήποτε αφορμή, είναι ένα φυσικό σύμπτωμα – η αυτοδικία ωστόσο δεν είναι δικαίωμά του. Μία πολιτισμένη κοινωνία, συνομιλεί, προτείνει, διαφωνεί, αντιμάχεται, μα πάνω απ' όλα διαπιστώνει ένα πρόβλημα και προσπαθεί να το αντιμετωπίσει με ανοχή αλλά κι αποφασιστικότητα. Εμείς οι Έλληνες, που βαυκαλιζόμαστε ότι γεννήσαμε τη Δημοκρατία, γυρνάμε το κεφάλι από την άλλη πλευρά. Όποτε το στρέφουμε, το κάνουμε για να καταφερθούμε ενάντια στον διπλανό μας.

Ο διάλογος στη χώρα μας, μοιάζει με απελπισμένους μονολόγους ανθρώπων που επί χρόνια ήταν φιμωμένοι και αίφνης τους δόθηκε ο λόγος. Η συνύπαρξή μας, υποθηκεύεται από αντιδράσεις δίχως βάθος, διαφωνίες και διαμάχες ασυνείδητες και ανεξέταστες, που ούτε επιθυμούμε, ούτε τολμάμε ν' ακουμπήσουμε. Και επειδή οι πάντες δεν είναι δυνατόν να συμφωνούμε με τους πάντες, οι καιροί έχουν γεννήσει ένα νέο είδος βίας: Τη βία του διπλανού.

Ο νεαρός Ζακ Κωστόπουλος – κλέφτης ή όχι - έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο, θύμα και μίας οργής που ολοένα διογκώνεται. Εάν δεν ήταν αυτός, θα ήταν ίσως κάποιος άλλος στη θέση του, σε κάποιο άλλο μέρος της ίδιας αφιλόξενης πόλης, της ίδιας άχρωμης και δίχως ταυτότητας κοινωνίας μας. Ο αέρας που αναπνέουμε, είναι μολυσμένος.