Είναι η ανικανοποίητη δίψα του πλεονέκτη να συγκεντρώνει και να καρπούται ακόμη και ξένα αγαθά, όπου μπορεί, χωρίς έλεος και χωρίς ηθικό φραγμό. Αρπάζει και ιδιοποιείται όχι μόνο ξένα υλικά αγαθά, αλλά υποκλέπτει, όπου μπορεί την ξένη εργασία και τα ξένα πνευματικά επιτεύγματα, παρουσιάζοντας τα για δικά του.
Προσοχή όμως: η προσπάθεια του ανθρώπου στον διαρκή αγώνα της ζωής να αποκτήσει με την εργσία του και με έννομο και ηθικό τρόπο περισσότερα αγαθά και καλύτερους όρους διαβιώσεως, δεν κατακρίνεται, διότι δεν είναι πλεονεξία. Το αντίθετο αυτής της προσπάθειας μαρτυρεί μια στασιμότητα, ακόμη και οπισθοδρόμηση σε όλους τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Εκείνο, το οποίο κατακρίνεται και καταδικάζεται είναι η προσκόλληση του ανθρώπου στα αγαθά (υλικά ή άλλα) ανεξάρτητα από το εάν επέρχεται βλάβη και ζημία σε άλλον άνθρωπο ή εάν τα αποκτώμενα αγαθά, ηθικά και νομικά, ανήκουν σε άλλον.
Πλεονεξία και απληστία:
Η πλεονεξία συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την απληστία, που είναι μια άλλη, παραπλήσια διαστροφή της επιθυμίας. Ο άπληστος είναι διαρκώς και μόνιμα αχόρταγος και ανήμπορος να ικανοποιήσει την ιδιότυπη πείνα του. Η πλεονεξία κατά του Απ. Παύλο, είναι και βίαιη και σχεδόν παράφορη απληστία (Έφεσ. Δ/ 19). Τόσον οι Έλληνες φιλόσοφοι όσον και η Βίβλος περιγράφουν με μελανά χρώματα τα πολλά και μεγάλα κακά που προκαλεί η πλεονεξία μέσα στην κοινωνία. Η δε Βίβλος προχωρεί παραπέρα, μέχρι τη θρησκευτική ουσία της πλεονεξίας και για την κρίνει, τοποθετείται σ’ ένα απρόσιτο πνευματικό ύψος για την ειδωλολατρική σκέψη και δείχνει ότι η πλεονεξία όχι μόνο ζημιώνει και πληγώνει τον πλησίον, αλλά προσβάλλοντας το Θεό, αποτελεί πραγματική ειδωλολατρεία.
Η θρησκευτική ρίζα της πλεονεξίας:
Τα ποικίλα αγαθά προέρχονται από το Θεό για την ευτυχία του ανθρώπου, ο οποίος οφείλει να είναι σοφός διαχειριστής τους και να γνωρίζει ξεκάθαρα ότι δεν είναι ιδιοκτήτης τους. Το αντίθετο οδηγεί στην πλάνη της πλεονεξίας. Γι’ αυτό ο Θεός με μια ανθρωποπαθή διατύπωση, προσβάλλεται και «πληγώνεται» από την πλεονεξία, η οποία αποτελεί μια αξιοκατάκριτη βλασφημία (ψαλμ. 9, στ. 24). Τα χαρακτηριστικά της πλεονεξίας και απληστίας ευρίσκονται συμπυκνωμένα στην αμαρτωλή πράξη του Αδάμ και της Εύας, οι οποίοι θέλησαν να είναι "ως Θεοί" χωρίς το Θεό (Γεν. Γ, 5), αρνούμενοι την εμπιστοσύνη και την φυσική εξάρτησή τους, ως πλάσματα λογικά, από το Θεό και πλαστουργό τους. Από τότε και εξής η πλεονεξία βρίσκεται στη ρίζα κάθε αμαρτίας, η οποία φυσικώ τω λόγω, είναι ριζοβόλημα της πρώτης εκείνης αμαρτίας.
Ο Απόστ. Ιάκωβος λέγει: «έκαστος πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος. είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον». (Ιάκ. Α, 14-15)
Θέλοντας ο άνθρωπος να καρπωθεί για τον εαυτόν του και να κατέχει μόνο για τον εαυτόν του, εκείνο που προέρχεται από την αγάπη του Θεού για την εξυπηρέτηση του, ως αμαρτωλός και παραβάτης, τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση του Θεού. Γι’ αυτό η Βίβλος, σχολιάζοντας την εντολή «ούκ επιθυμήσεις», ταυτίζει τους πλεονέκτες – ειδωλολάτρες με τους άπληστους
Ο Απ. Παύλος επίσης ανάγει στην ίδια εντολή σ’ όλον το Νόμο (Ρωμ. Ζ’, 7) και συνοψίζει όλες τις αμαρτίες στην απληστία (Πράξεις (Α, 4 και 34). Ο πλεονέκτης τρέχοντας πίσω από εφήμερα και φευγαλέα αγαθά πάντοτε αντικανοποίητος, θα τιμωρηθεί για την περιφρόνηση και την ύβρη του προς το Θεό και για τις αδικίες που έχει διαπράξει σε βάρος του πλησίον: «τη γαρ ασεβεία την εαυτόν ψυχήν αφαιρούνται» (Παροι. Α’, 19) ενώ εκείνος που μισεί και αποφεύγει την πλεονεξία «μακρόν χρόνον ζήσεται» (Παροιμ. ΚΗ, 16).
Εκδηλώσεις και συνέπειες της πλεονεξίας:
Σημαίνοντες άνθρωποι, με βαρύνουσα και φωτισμένη γνώμη ιστοριογράφοι, προφήτες και σοφοί καταγγέλουν τις παραβάσεις, σε βάρος των δικαιωμάτων του πλησίον, που εμπνέονται από την πλεονεξία.
Η Καινή Διαθήκη για την πλεονεξία:
Η Καινή Διαθήκη αποκαλύπτει και φανερώνει πέρα για πέρα τις διαστάσεις της αγάπης, της οποίας η πλεονεξία είναι το αντίθετο της και αφαιρώντας το προσωπείο της ειδωλολατρίας, που κρύβεται πίσω της, διεισδύει βαθειά στην «καρδιά» της κακίας της. Η Καινή Διαθήκη, αποκαλύπτοντας τη μέλλουσα ζωή, που μειώνει και φέρνει στα αληθινά μέτρα τους την αξία των γήϊνων αγαθών που δίδει ο Θεός στον άνθρωπο, ξεσκεπάζει όλη τη μωρία και την πλάνη του πλεονέκτη. Πλεονεξία είναι το να θέλει κανείς να αυξάνει διαρκώς τα υπάρχοντα του, έστω και σε βάρος του άλλου για να έχει μπόλικα στο μέλλον, λες και του ανήκει το μέλλον όπως αφρόνως πιστεύει (Λουκά ΣΤ, 15 – 21) και ταυτόχρονα προσκολλάται από «φιλαργυρία» στα ήδη αποκτημένα αγαθά (Β’ Κορινθ. Θ. 5). Ο Απ. Παύλος συνδυάζει την πλεονεξία με τα πολλά αμαρτήματα ακόμη και με σεξουαλικές αταξίες, όπου το πλεονεκτείν αποτελεί εκμετάλλευση του άλλου στο θέμα της ανηθικότητας. Είτε πρόκειται για υλικό κέρδος, είτε για ηδονή των αισθήσεων, εκμεταλλεύεται ο πλεονέκτης αυτής της περιπτώσεως τον πλησίον, αντί να τον υπηρετεί ως αδελφόν Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για μια ένοχη «σφοδρή επιθυμία», η οποία εν τέλει καταπνίγει το λόγο του Θεού (Μαρ. Δ, 19) και κατατάσσει τον πλεονέκτη αυτού του είδους με το μέρος της ειδωλολατρίας, του αμαρτωλού κόσμου, του κακού, της σάρκας , του παλαιού ανθρώπου και του φθαρτού σώματος .
Ο πλεονέκτης θυσιάζει τους άλλους στον ευατό του, ακόμη και με τη βία – αν χρειαστεί αρκεί να μπορεί. Αντίθετα προς το Χριστό, ο οποίος στην αγάπη του για τον άνθρωπο (ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ» (Φιλιππ. Β. 6) ο πλεονέκτης "αρπάζει" και κρατά ζηλότυπα, ό,τιδήποτε διεγείρει και εξάπτει την επιθυμία του: Ο πλεονέκτης απογυμνώνει τους φτωχούς προς όφελός του (Ιακ. Ε, 1 – 6 – Λουκ. Κ., 47). Είναι παρά πολλά τα χωρία της Κ.Δ. που αποτρέπουν από την πλεονεξία.
Ο «αδυσώπητος» Μαμωνάς:
Ο Μαμωνάς (λέξη πιθανώς αραμαϊκή) είναι – άδικος (Λουκ. ΙΣΤ 9 -11), είναι ψεύτης και απατηλός. Είναι παραφροσύνη και μωρία να στηρίζεται κανείς απόλυτα σε φθαρτά και φευγαλέα αγαθά, διότι ο θάνατος, που καραδοκεί να φέρει το «πέρασμα» προς την αιώνια ζωή, ξεχνιέται λόγω του συσσωρευμένου πλούτου αλλά όταν όσον ούπω θα φέρει την ξαφνική και ριζική ανατροπή των καταστάσεων (Λουκ. ΙΣΤ 19 -26 και ΣΤ 20-26) ο πλεονέκτης θα εκπλαγεί χωρίς να μπορεί πλέον να επανορθώσει κάτι. Γι’ αυτό ο Κύριο συμβουλεύει «… οράτε και φυλάσεσθε από πάσης πλεονεξίας» (Λουκ. ΙΒ, 15).