Άρχισα να συγκρατώ και να απαγγέλω λέξεις και σύντομες φράσεις, όπως: σιο πράβις, (τι κάνεις), σιο ίμας, (τι έχεις), σιο σιάκας (τι θέλεις), ή ντέκα ντα πόλε (που πονάς), τούκα (εδώ), κόκο (πόσο), κόκο κουντίνισι (πόσο χρονών είσαι), ντίσε (ανάπνευσε), σέτνι (κάθισε) και άλλα αρκετά.
Τις επιδόσεις μου αυτές στο νοσοκομείο, τις είχα επεκτείνει και έξω από αυτό, στην αγορά, στην βόλτα της μικρής πόλης και στην ταβέρνα, πάνω στο κρασί κ.λπ. Και θα μάθαινα αρκετά, αν δεν παρενέβαινε ο καλός και πάντα χαμογελαστός και ευδιάθετος παντοπώλης με το γεμάτο μπακάλικο στην πλατεία, απέναντι από το καφενείο των γερόντων του Βαβάμη (το σημερινό αναπαλαιωμένο διατηρητέο), Νίκος Καμπούρης*, που όταν συναντιόμασταν πάντα με μιλούσε στα ποντιακά, με αρκετή επιτυχία.
Ο έμπορος Καμπούρης είχε και αυτός τους λόγους του να χρησιμοποιεί τα ποντιακά. Ήθελε να διεισδύσει στην αγορά των ποντιακών χωριών, όπως της Φιλλυριάς, της Γερακώνας και των πολλών Ποντίων του συνοικισμού της Γουμένισσας για να τους κάνει ευκολότερα πελάτες του. (έτσι υπέθετα τότε).
Μ’ άκουσε μία, μ’ άκουσε δύο φορές να προσπαθώ να απαντήσω στην τοπική γλώσσα και με πήρε από δίπλα, φιλικά και εμπιστευτικά.
‘’Άκουσε γιατρέ και μη λες τίποτε σε κανέναν’’… Ένα πράμα μόνον θα σου πω στα ποντιακά και θέλω να με ακούσεις: ‘’Αν θέλ’ ’ς να τρώ’ς ξυλέας, μάθε τη γλώσσαν εμουν ’’!... ( Αν θέλεις να φας ξύλο, γιατρέ, μάθε τη γλώσσα μας)!...
Ήταν βλέπετε και η περίοδος της δικτατορίας και πολλοί από τους δίγλωσσους είχαν πικρές αναμνήσεις με την γλώσσα από την άλλη δικτατορία…
Καθώς δεν ήμουν και πολύ θωρακισμένος με ‘’περγαμηνές’’ απέναντι στο καθεστώς, θεώρησα πολύ ανθρώπινη και λογική τη συμβουλή του καλοπροαίρετου Νίκου Καμπούρη, του παντοπώλη της Γουμένισσας και ανέκοψα τη φόρα, που πήρα για την εκμάθηση της γλώσσας των ασθενών μου. Έμεινα στα λίγα αρχικά και μερικά ακόμη που φυσιολογικά μπορεί να συγκρατήσει κανείς μέσα σε ένα χρόνο συμβίωσης με την μικρή και κλειστή κοινωνία της πρωτεύουσας της Παιονίας.
* Ζητώ συγγνώμη αν κάνω λάθος στα μικρά ονόματα, ύστερα από τόσα χρόνια! Για παράδειγμα στην πρώτη αφήγηση ‘βάφτισα’ τον Χρήστο Μήρτση σε Δημήτρη. Ευχαριστώ τον Αλέκο Νικολαΐδη της Φιλλυριάς, που τηλεφώνησε στην εφημερίδα για να με διορθώσει.