Το 1930 διορίστηκε στο Γυμνάσιο Κιλκίς ως καθηγητής των Γαλλικών ένας νέος άνδρας, που η παρουσία του στα γράμματα υποσχόταν πολλά και η καταξίωση στο πνευματικό κόσμο της χώρας δεν θα αργούσε να συμβεί, αν το νήμα της ζωής δεν κοβόταν απότομα. Ο νεαρός καθηγητής που πέθανε μόλις 30 χρόνων ήταν ο Ελληνοεβραίος Ιωσήφ Καπούλιας, γνωστός ως Γιωσέφ Ελιγιά.
Ο Ελιγιά γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1901 και ήταν γόνος φτωχής οικογένειας Εβραίων, ο πατέρας του μικροπωλητής η μητέρα του οικιακή βοηθός, γεγονός που σημάδεψε ίσως και την πολιτική του τοποθέτηση. Το 1924 συνελήφθη για τη δράση του και οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου κατά της διάρκεια της απομόνωσης του έγραψε το ποίημα «Πίσω απ’ τα κάγκελα».
Το 1925 αναχώρησε από τα Γιάννενα αισθανόμενος ξένος με την εκεί εβραϊκή κοινότητα αλλά και με τις αρχές, στο στόχαστρο των οποίων είχαν μπει οι πολιτικές του ιδέες και κατέφυγε στην Αθήνα. Εκεί συνεργάστηκε με τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού, για την οποία συνέταξε περισσότερα από διακόσια λήμματα ιστορικού, φιλοσοφικού, φιλολογικού και λοιπού εβραϊκού περιεχομένου. Επίσης συνέχισε μεταφράσεις θεολογικών και λογοτεχνικών κειμένων με κορυφαία τη μετάφραση του «Άσματος Ασμάτων».
Τελευταίος σταθμός στη σύντομη ζωή του ποιητή ήταν το Κιλκίς, όπου διορίστηκε με τη βοήθεια του φίλου του Μάρκου Αυγέρη. Η παραμονή του στο Κιλκίς του έδινε τη δυνατότητα να επισκέπτεται τις πλούσιες βιβλιοθήκες της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης και αυτό αποτελούσε για τον ποιητή ένα ισχυρό κίνητρο για την έλευσή του σε αυτή την ακριτική πόλη. Από την πρώτη κιόλας στιγμή συνάντησε προβλήματα στη δουλειά του που οφείλονταν στη συμπεριφορά του γυμνασιάρχη, που όπως γράφει ο Σάββας Μιχαήλ, ήταν παθολογικά αντισημίτης: «Τον ταπείνωνε διαρκώς, απαιτώντας του να χρησιμοποιεί το πατρικό του όνομα-παρατσούκλι Καπούλιας (από τα καπούλια του γαϊδάρου) και να κρύβει το εβραϊκότατο Ελιγιά. Ο Γιωσέφ, όμως, από πολύ παλιά είχε αντικαταστήσει το όνομα Ι. Καπούλιας, αρχικά με το Ιωσήφ Ηλία Ιωσήφ και στη συνέχεια με το Γιωσέφ Ελιγιά – όπως και έμεινε γνωστός στην Ιστορία. Τώρα δεχόταν τις βάναυσες πιέσεις ενός στενοκέφαλου θρησκόληπτου αντισημίτη».
Στο Κιλκίς ο Ελιγιά έζησε στα όρια της απελπισίας, θεωρώντας ότι οι δυνατότητες πνευματικής δημιουργίας σε ένα ασφυκτικό και πολιτιστικά άνυδρο περιβάλλον ήταν περιορισμένες έως ανύπαρκτες. Η απελπισία του αυτή αποτυπώθηκε στα ποιήματά του «Στη μακάρια σκιά του ποιητή της Πρέβεζας» και στο «Κιλκίς», τα οποία ξεχειλίζουν από ψυχικό άλγος για τη ζωή του που θεωρούσε ότι λίμναζε και μαραινόταν. Χαρακτηριστική η τελευταία στροφή από το ποίημά του «ΚΙΛΚΙΣ»
«Κάπου η ζωή να ξεχειλίζη
ασπέδωτη κι ακράτη
στη λάμψη μιας ανατολής
Κι εσύ φτωχέ με τη
βαριεστημένη του ακαμάτη
ψυχή – να ζης μεσ’ το Κιλκίς».
Τα ποιήματα αυτά, απαξιωτικά για την πόλη, για τα οποία κατηγορείται ακόμη και σήμερα από μερίδα των συμπολιτών μας, δείχνουν έναν άνθρωπο που αποστρεφόταν το Κιλκίς.
Ήταν όμως τα πράγματα έτσι όπως αφήνουν να διαφανεί τα ποιήματά του; Ήταν πράγματι αδιάφορος για τους ανθρώπους αυτής της πόλης; Η παραμονή του εδώ χαρακτηρίστηκε μόνο από την ανία μέχρι να έρθει η πολυπόθητη πρόσκληση για τη θέση εβραιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης;
Ο Αριστείδης Λευκίδης σ’ ένα αφιέρωμα στη μνήμη του μεγάλου ποιητή με τίτλο «ο Γιωσέφ Ελιγιά στο Κιλκίς» που δημοσιεύθηκε στις 24-5-1980 στο ΜΑΧΗΤΗ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ μεταξύ άλλων έγραφε: «Σαν όνειρο νομίζω τώρα πως τον βλέπω, καθισμένο στη δεξιά γωνιά του δημοτικού κήπου, με χαρτί και μολύβι στο χέρι και το βλέμμα του βυθισμένο πέρα μακριά προς το νοτιά, ν’ αγναντεύει τα σύννεφα και να αφήνει το μυαλό του να σημαδεύει στίχους για την προσφιλή του ποίηση, που τόσο αγαπούσε… Η προσήλωσή του αυτή στην ποίηση δεν τον εμπόδιζε ν’ ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα με ζήλο και αγάπη και να θεωρεί το επάγγελμά του λειτούργημα υψηλής προσφοράς για την αγωγή και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της μαθητιώσας νεολαίας, της χρυσής ελπίδας της αυριανής κοινωνίας και γι’ αυτό ήταν αγαπητός όχι μόνο στους συναδέλφους του και στους μαθητές του, αλλά και σ’ όσους τον γνώριζαν και τους χάριζε τη φιλία του».
Ο Ελιγιά ζήτησε από την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης να μεσολαβήσει για τη μετάθεσή του αλλά εκείνοι αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν. Στα μέσα του 1931 αρρώστησε από κοιλιακό τύφο αλλά η αίτησή του να του δοθεί άδεια για λόγους υγείας προσέκρουσε στην άρνηση της προϊσταμένης αρχής. Στις 15 Ιουλίου μεταφέρθηκε για νοσηλεία στην Αθήνα αλλά ήταν ήδη πλέον αργά. Το βράδυ της 29ης Ιουλίου 1931 άφησε στον «Ευαγγελισμό» την τελευταία του πνοή.
Ο θάνατος του Ελιγιά συγκλόνισε τους ανθρώπους που τον ήξεραν και αντιμετωπίσθηκε από τον πνευματικό κόσμο ως μεγάλη απώλεια. Ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε: «Ο Θάνατος του Ελιγιά μου τονώνει την ιδέα ότι εχάθη ένα κόσμημα. Τους στίχους του τους έβρισκα τέλειους, παλλόμενους σκαλισμένους με της τέχνης τις φροντίδες».
Τουλάχιστον η πνευματική προσφορά του πρόωρα χαμένου ποιητή τιμήθηκε μετά θάνατον. Σήμερα η αναγνώριση του ποιητή είναι πανελλήνια και τιμάται ιδιαίτερα στην πόλη που γεννήθηκε αλλά ελάχιστα στην πόλη που υπήρξε ο τελευταίος του σταθμός.
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου K4station.