Δευτέρα, 20 Σεπτεμβρίου 2010 20:01
Το όνειρο του Νίκου Κωνσταντινίδη
Ήταν Κυριακή του Μάη. Στη μικρή πλατεία της πόλης μαζεύτηκε κόσμος πολύς να ακούσει τους πολιτικούς της. Θα μιλούσαν για τα έργα τους: Τα πάρκα, τις πλατείες, τους δρόμους και για ό,τι άλλο έκαναν.
Ο καθένας θα αναφερόταν στη δική του θητεία. Κανένας δεν επιθυμούσε να οικειοποιηθεί το έργο του άλλου. Ούτε φυσικά και να παρουσιάσει για δικό του κάτι που έφτιαξαν μαζί.
Ήταν μια εκδήλωση με πολλές φιλοφρονήσεις και αβρότητες. Χαιρόσουν να ακούς πολιτικούς να μιλούν για το παρόν και το μέλλον του τόπου. Για το τι έγινε και για το τι πρέπει να γίνει.
Ξαφνικά, κάποιες δυνατές φωνές που έρχονταν από μακριά, τάραξαν την ατμόσφαιρα. Ήταν τα συνθήματα από μια πορεία. Από εργάτες που διαδήλωναν ενάντια στη φτώχεια, την ακρίβεια και την «καυτή» τιμή του πετρελαίου.
Ξύπνησα. Έτρεξα έξω για να δω τι γίνεται. Στα λίγα μέτρα πιο κάτω, συνάντησα έναν ηλικιωμένο. Του είπα το όνειρό μου, κι εκείνος χαμογέλασε. Αυτό δεν είναι τίποτα, μου λέει. Άκου να μάθεις, εγώ τι έπαθα:
«Μετά - που λες - από πολύχρονη εξορία στη Μακρόνησο, γύρισα σπίτι, στο χωριό μου. Τον πρώτο καιρό, ούτε ειδήσεις άκουγα; ούτε τηλεόραση ήθελα να βλέπω. Δεν είχα καν την όρεξη να μιλάω πολιτικά. Μόνος, στην ερημιά του χωριού μου, είχα για συντροφιά το βιβλίο. Διάβαζα Ρίτσο και άκουγα Θεοδωράκη.
Πέρασαν κάποια χρόνια, όταν πια το πήρα απόφαση και αγόρασα μια ασπρόμαυρη τηλεόραση. Με το που την άνοιξα, φίλε μου, είδα άστεγους στη Μόσχα να ζητιανεύουν και τον εκφωνητή ειδήσεων να λέει ότι η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και πως ο σοσιαλισμός κατέρρευσε…
«Πάγωσα»! Θύμωσα τόσο πολύ, που από τα νεύρα μου, έκανα χίλια κομμάτια το «χαζοκούτι». Λες να ήταν όνειρο; Συλλογίστηκα.
Από τότε πέρασαν άλλα 20 χρόνια. Είπα να αγοράσω τηλεόραση, και μάλιστα έγχρωμη τούτη τη φορά, για να έχω καλύτερη εικόνα. Με το που την άνοιξα δεν πίστευα στα μάτια μου. Έδειχνε δυο καλόγερους από μια Μονή, που αντάλλαζαν - λέει - τα νερά μιας λίμνης με οικόπεδα «φιλέτα»! Στη συνέχεια είπε για έναν πολιτικό, που κατηγορούταν ότι τα «πήρε» από μίζες…
Τίποτα δεν ήθελα να πιστέψω από όσα έβλεπα. Δεν έχασα άδικα το πόδι μου στην Αντίσταση, σκέφθηκα. Δεν έκατσα τζάμπα στην εξορία τόσα χρόνια. Δεν έκανα λάθος που δεν υπέγραψα δήλωση κι άφησα παιδί και γυναίκα στο χωριό μόνους. Οργίστηκα τόσο πολύ, που από τα νεύρα μου έσπασα την τηλεόραση. Δεν μπορεί, όνειρο θα είναι, είπα στον εαυτό μου, κι ας ήξερα ότι είμαι ξύπνιος…
Πέρασαν τα χρόνια, όταν πια δεν άντεξα άλλο, κι αποφάσισα να αγοράσω καινούρια τηλεόραση. Και, μάλιστα, ψηφιακή, τούτη τη φορά. Πρέπει να «προσαρμοστώ» στα νέα δεδομένα, είπα μέσα μου. Να μάθω να ζω με την πραγματικότητα. Ίσως, όμως, και να ήμουν τυχερός, που έστω και ως κρατούμενος, είδα κάποια από τα ελληνικά ξερονήσια. Γιατί, ως τουρίστας, δεν θα τα έβλεπα ποτέ. Εγώ, που κουβαλώντας πέτρες στην πλάτη μου, έχτισα όλη τη Μακρόνησο.
Από τότε πέρασε πολύς καιρός. Γέρος πια αισθάνομαι ότι είμαι βάρος σε μια χώρα που δεν ανήκει στους αγωνιστές της, αλλά στους δανειστές της. Και κυρίως στους δυνάστες της.
Όπου κι αν κοιτάξω, βλέπω παντού γονατιστούς ανθρώπους. Βλέπω τους νέους σκυθρωπούς και τους εργάτες ταπεινωμένους. Βλέπω τα όνειρα πεταμένα στους δρόμους και κάποιους «συντρόφους» να κοιτούν από τα ρετιρέ το λαό.
Δεν ξέρω πια τι να πιστέψω. Εγώ, που ήμουν πάντοτε με τον ήρωα, είμαι τώρα με τον αντιήρωα. Είμαι με τον αντιεξουσιαστή και τον αδικημένο. Είμαι με το νέο που δεν βολεύεται και το φοιτητή που ξεσηκώνεται.
Θλίβομαι, που δεν καθορίζουν την τύχη τους οι λαοί, αλλά τα γεγονότα. Πονώ, σαν βλέπω εργάτες να βαδίζουν σε χωριστούς δρόμους. Αγανακτώ, σαν βλέπω κάποιους στην TV, να παρουσιάζουν τα γεγονότα, κατά πως θέλουν τα αφεντικά τους…
Κρίμα! Και πάλι κρίμα! Αγωνίστηκα να είμαι ελεύθερος και λευτεριά δεν έχω. Μάτωσα για την πατρίδα, και πατρίδα δεν έχω. Μου τα πήραν αυτοί που δεν αγωνίσθηκαν. Αυτοί που δεν ίδρωσαν ποτέ. Κι αν ίδρωσαν κάποτε, ήταν από ηλιοθεραπεία! Μακάρι να έχω λάθος. Μακάρι να κοιμάμαι και να είναι όνειρο…