Έξω από το ανοιχτό παράθυρο φαίνεται η καταπράσινη πλαγιά του λόφου, στο τέλος του οποίου βρίσκεται ένα παλιό σιδηρουργείο. Μπροστά από αυτό υπάρχει μία ξύλινη πέργκολα, την οποία «αγκαλιάζει» μια κληματαριά.
Την εικόνα αυτή επιχειρεί να αποτυπώσει ένας ζωγράφος στο λευκό του καμβά. Καθώς όμως ο ήλιος ανεβαίνει πιο ψηλά στον ουρανό, τα χρώματα της ζωντανής εικόνας αλλάζουν κι έτσι ο καλλιτέχνης παίρνει το καβαλέτο και τις μπογιές του για να ζωγραφίσει ένα άλλο σημείο που θα επιλέξει. Το «κυνήγι» των σταθμών έμπνευσης ανάλογα με το φως, συνεχίζεται ως το βράδυ, με το ραντεβού να ανανεώνεται την επόμενη μέρα, στα ίδια σημεία, τις ίδιες ακριβώς ώρες.
Πρόκειται για μία διαδικασία που έκανε σε καθημερινή βάση ο Κωνσταντίνος Κερεστετζής, ο οποίος εγκαταστάθηκε πέρυσι στο Περιβόλι της Παναγίας για περίπου τέσσερις μήνες. Στο διάστημα αυτό, κατάφερε να δημιουργήσει 150 έργα που απεικονίζουν τοπία του Αγίου Όρους, μοναστήρια, σκήτες και λεπτομέρειές τους, αλλά και ακτές, πλατείες και άλλες γωνιές του. Σχεδόν τα μισά από αυτά θα εκτεθούν στη Θεσσαλονίκη, σε μία έκθεση με τίτλο «Ακουαρέλες από το Άγιον Όρος» που φιλοξενεί η Αγιορειτική Εστία.
«Αυτή η έκθεση είναι ένα μέρος μιας πορείας που έχει ξεκινήσει πριν από πολλά χρόνια με θέμα το Άγιον Όρος. Για πρώτη φορά όμως είπα να κάνω μία προσπάθεια να καταγράψω την εμπειρία μου, μόνο μέσα από το υλικό της ακουαρέλας, το οποίο έχει μία φρεσκάδα, μία ελαφράδα και μία ποιότητα, που σου προσφέρει αμεσότητα με το θέμα, σε αντίθεση με το λάδι, που είναι πιο βαρύ υλικό, αργεί να στεγνώσει και είναι πιο περίπλοκο», λέει μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Κωνσταντίνος Κερεστετζής.
Η επιτυχία του αποτελέσματος, που είναι έτοιμος να παρουσιάσει στο κοινό της Θεσσαλονίκης, οφείλεται -όπως λέει, στη συνέπεια και την αφοσίωσή του στο στόχο του. «Η ζωγραφική είναι μία προσπάθεια επικοινωνίας με τον κόσμο και με τα πράγματα. Για να μπορέσεις να εκφράσεις μία πραγματικότητα του κόσμου, πρέπει να έχεις μία πραγματική σχέση μαζί του. Για να πετύχω να ζωγραφίσω το Άγιον Όρος με τρόπο που να είναι πειστικός και βιωματικός λοιπόν, έπρεπε να πάω και να ζήσω εκεί», εξηγεί και συμπληρώνει: «Ένα μοναστήρι έχει πολλές γωνίες, πολλούς χώρους, πολλούς διαφορετικούς φωτισμούς το πρωί, το μεσημέρι, το απόγευμα. Για να πιάσεις το σφυγμό του, θέλει χρόνο. Δεν αρκεί να μείνεις δύο – τρεις μέρες, αλλά τουλάχιστον 15 – 20 ώστε να το βιώσεις, να το νιώσεις και να σχετιστείς με το χώρο με έναν πιο ουσιαστικό τρόπο».
Ένα από τα χαρακτηριστικά του ζωγράφου, που είχε ως σύμμαχο σ’ αυτό το εγχείρημα, είναι η ταχύτητα. «Πρέπει να δουλέψεις με ταχύτητα, προσοχή και εγρήγορση, για να προλάβεις τη σχέση, την ατμόσφαιρα και το φως, ώστε να μπορέσει να πραγματωθεί στον ελάχιστο χρόνο που έχεις στη διάθεσή σου, περίπου ένα δίωρο κάθε φορά. Μόλις περνούσε αυτός ο χρόνος σταμάταγα, έβρισκα μια άλλη γωνία που θεωρούσα άξια και ενδιαφέρουσα για να τη ζωγραφίσω και έτσι προχωρούσε η μέρα, μέχρι το βράδυ που τελείωνε το φως και μαζευόμουν στο μοναστήρι», σημειώνει, αναφέροντας τις δυσκολίες διαχείρισης της ακουαρέλας, που όπως λέει, είναι …δίκοπο μαχαίρι. «Ό,τι ζωγραφίσεις με την ακουαρέλα δεν έχει επιστροφή. Αν ένας τόνος πέσει βαρύς, δεν μπορείς μετά να τον ξανανοίξεις. Οπότε πρέπει να έχεις την αμεσότητα και τη σβελτάδα να το πιάσεις με το πρώτο, διαφορετικά μετά κουράζεται, θαμπώνει, μουτζουρώνει και χάνεται η ποιότητά του», τονίζει.
Ο καλλιτέχνης που ρίχνει το βλέμμα του στο Άγιον Όρος και πάντα επιστρέφει σ’ αυτό
Ο Κωνσταντίνος Κερεστετζής είναι από τους ελάχιστους ζωγράφους του Αγίου Όρους που …επανέρχονται σ’ αυτό. Πρώτη φορά το επισκέφτηκε το 1997 και έκτοτε πολλές ακόμη φορές, πάντα με τα σύνεργα της τέχνης του μαζί του, προκειμένου να αποτυπώνει ό,τι τον εμπνέει.
«Για τον ίδιο, το Άγιον Όρος δεν είναι μόνο θέμα εικαστικής αισθητικής και ζωγραφικής, αλλά είναι και προσωπικού βιώματος. Δηλαδή εκτός του ότι τον εμπνέει στη ζωγραφική του, τον βοηθάει και στην υπόλοιπη ζωή του, για να μπορέσει να έχει μία ισορροπία, μια ησυχία και μία ηρεμία. Ό,τι βγάζει το Άγιον Όρος σε έναν απλό προσκυνητή ο οποίος επανέρχεται, το βγάζει και στον Κωνσταντίνο και μέσα στο έργο και μέσα στη ζωή του», σημειώνει ο διευθυντής της Αγιορειτικής Εστίας και επιμελητής της έκθεσης, Αναστάσιος Ντούρος. «Όποιος πλησιάζει το χώρο αυτόν με αγάπη και σεβασμό, το Άγιον Όρος είναι πολύ γενναιόδωρο απέναντί του. Εγώ έχω εισπράξει αυτή τη γενναιοδωρία και μία απόδειξη είναι αυτή η έκθεση», δηλώνει και ο ίδιος ο καλλιτέχνης.
Η έκθεση περιλαμβάνει σχεδόν 70 έργα με θέμα το Άγιον Όρος, όλα από το περσινό του ταξίδι εκεί. Ανάμεσά τους θα παρουσιάζονται και κάποιες φωτογραφίες για να μπορεί να δει και να κατανοήσει ο θεατής αυτή τη σχέση της επιτόπιας ζωγραφικής σε σχέση με το αντικείμενο. «Ο Κερεστετζής καταφέρνει να αποτυπώσει επακριβώς αυτό που βλέπει, χωρίς όμως να δίνει μεγάλη έμφαση στην λεπτομέρεια, κάτι που πολλές φορές κάνει τα πράγματα λίγο τεχνικά και δεν αφήνει ελευθερία στον καλλιτέχνη. Τα έργα του Κερεστετζή έχουν πραγματική ελευθερία, δεν είναι 100% φωτογραφικά. Ωστόσο, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του έργου, της δομής του και των χρωμάτων, βγάζουν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα», υπογραμμίζει ο κ. Ντούρος.
Η πρώτη αφορμή να γίνει ζωγράφος και τα ταξίδια που συνδυάζει με καλλιτεχνική εργασία
Ο Κωνσταντίνος Κερεστετζής, που γεννήθηκε το 1969 στην Aδριανή Δράμας, ανακάλυψε την αγάπη του για τη ζωγραφική μόλις στην ηλικία των επτά ετών. Αφορμή στάθηκε ένας συμμαθητής του, στου οποίου το τετράδιο «ζωντάνευαν» πολεμικές σκηνές με Γερμανούς, εκρήξεις και αεροπλάνα που πετούν βόμβες, κάτι το οποίο στα μάτια του φάνταζε μαγικό. «Ήθελα να γίνω μέτοχος αυτού του μυστηρίου. Του πώς μπορεί μία κόλλα λευκή, αδιάφορη, νεκρή και αδρανής να γίνει ένας κόσμος, μία ιστορία, ένα νόημα. Η μεταμόρφωση αυτού του κενού χώρου σε έναν κόσμο γεμάτο από συμβάντα που γινόταν εκεί, ήταν ένα πράγμα μαγικό», αναφέρει. Αποκαλύπτει επίσης ότι, είκοσι χρόνια μετά, επισκέφθηκε τον συμμαθητή του για να τον ευχαριστήσει που τον ενέπνευσε και του φώτισε το δρόμο που ήταν γραφτό να ακολουθήσει και ο ίδιος δεν θυμόταν καν ότι ζωγράφιζε μικρός.
Όμως ο Κωνσταντίνος Κερεστετζής, ήδη από την τετάρτη τάξη του δημοτικού με αυτήν την αφορμή, είχε πάρει την …απόφαση ζωής, παρά το γεγονός ότι οι αντιδράσεις του περιβάλλοντός του περιλάμβαναν αποθαρρυντικές εκφράσεις, όπως «είναι το επάγγελμα του φτωχού», «θα πεθάνεις στην ψάθα», «θα αναγνωριστείς μετά θάνατον».
Ωστόσο η αναγνώριση ήρθε πολύ γρήγορα, αφού το έμφυτο ταλέντο του, η έφεση και η αντιληπτικότητα για τα νοήματα της ζωγραφικής ήταν εμφανής, σε βαθμό που ο δάσκαλός του, του ανέθετε την ώρα του διαλείμματος να σχεδιάζει το μάθημα της επόμενης ώρας, ενώ στην έκτη δημοτικού έκανε ήδη την πρώτη του ατομική έκθεση, με έργα του που μπήκαν στους τοίχους και γύρω από τα παράθυρα του σχολείου του.
«Δυστυχώς, η επαρχία όπου ήμουν τότε, δεν είχε ζωγραφική αξιώσεων, δεν είχε δασκάλους ή εργαστήρια και δούλευα όσο μπορούσα μέσα από βιβλία. Οι πρώτες παραστάσεις ζωγραφικής που έβλεπα ήταν αυτά που λέμε σήμερα “ κορνιζάδικα”, δηλαδή μία εμπορική ζωγραφική για διακοσμητικούς λόγους, χωρίς καλλιτεχνικό και πνευματικό περιεχόμενο», λέει.
Τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής τα πήρε αφού μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία 13 ετών από τον Kώστα Mεΐμάρογλου, που όπως λέει, επέδρασε με καθοριστικό τρόπο στη διαμόρφωσή του και στο να δημιουργήσει έναν αξιολογικό κώδικα για την τέχνη, ο οποίος τον συντροφεύει μέχρι σήμερα. Αντίστοιχα, ο δάσκαλος που συνάντησε στην Αθήνα, ήταν ο Kώστας Παπατριανταφυλλόπουλος, μαθητής του Τσαρούχη, μέσα από τον οποίον γνώρισε σε ένα πιο σοβαρό και ουσιαστικό επίπεδο -όπως λέει, τα νοήματα και τα προβλήματα της ζωγραφικής. Στις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών στη συνέχεια, θεωρεί τύχη το γεγονός ότι είχε καθηγητή τον Xρόνη Mπότσογλου, ο οποίος του δίδαξε την αφηρημένη γλώσσα της ζωγραφικής.
Στη συνέχεια πήγε στην Ισπανία όπου έκανε μακροχρόνιες ελεύθερες σπουδές μέσα στο μουσείο του Πράδο, με πάρα πολλά σχέδια και πάρα πολλή μελέτη της ισπανικής ζωγραφικής. Eπιστρέφοντας στην Ελλάδα άρχισε να αναζητά τρόπους να φέρει σε μία επικοινωνία τη ζωγραφική από το μουσείο και τη ζωγραφική από τη φύση. «Πάντα μου άρεσε να ταξιδεύω και να κουβαλάω το εργαστήριό μου σαν τη …χελώνα. Όπου πήγαινα είχα και τα υλικά μου, οπότε συνδύαζα το ταξίδι με τη ζωγραφική. Το έκανα στη Ρουμανία, στην Αμερική, στη Βενετία, στο Περού, στην Κωνσταντινούπολη, σε όλο τον κόσμο και φυσικά και στην Ελλάδα. Αυτός είναι ένας τρόπος και να γνωρίσω τους τόπους και να τους βιώνω καλλιτεχνικά», αναφέρει.
Τα εγκαίνια της έκθεσης «Ακουαρέλες από το Άγιον Όρος» θα πραγματοποιηθούν την ερχόμενη Τρίτη στις 7μιση το απόγευμα, στον κήπο της Αγιορειτικής Εστίας (Μέγαρο Νεδέλκου, Εγνατία 109) από τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης και Πρόεδρο του Δ.Σ. της Αγιορειτικής Εστίας, Στέλιο Αγγελούδη. Η είσοδος είναι ελεύθερη και θα διαρκέσει έως τις 30 Σεπτεμβρίου.
Βαρβάρα Καζαντζίδου
© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ και παραχωρούνται σε συνδρομητές μόνον για συγκεκριμένη χρήση.