Κυριακή, 29 Δεκεμβρίου 2024, 2:13:06 πμ
Παρασκευή, 01 Φεβρουαρίου 2008 10:12

60 χρόνια από τη Μακρόνησο

 Φέτος στις 29 του Γενάρη κλείνουν 60 χρόνια από τη δημιουργία του στρατοπέδου των πολιτικών εξορίστων στη Μακρόνησο του ΒΕΤΟ-ΕΣΑΪ. Το στρατόπεδο για τους φαντάρους, το ΑΕΤΟ, είχε αρχίσει τη λειτουργία του από τον Απρίλη του 1947. Η κυβέρνηση Σοφούλη κάτω από τις οδηγίες Βαν-Φλήτ Γκουϊκαμ και άλλων προχώρησε στη δημιουργία του Γκουαντάναμο της Ελλάδας, της πιο μελανής κηλίδας στην ιστορία του τόπου μας.
Σαν να μην έφταναν όλα τα δεινά, που τραβούσε ο κόσμος με τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις, τους διωγμούς θέλησαν να δημιουργήσουν και στρατόπεδα αναμόρφωσης των συνειδήσεων του αριστερού κόσμου.
 Φέτος στις 29 του Γενάρη κλείνουν 60 χρόνια από τη δημιουργία του στρατοπέδου των πολιτικών εξορίστων στη Μακρόνησο του ΒΕΤΟ-ΕΣΑΪ. Το στρατόπεδο για τους φαντάρους, το ΑΕΤΟ, είχε αρχίσει τη λειτουργία του από τον Απρίλη του 1947. Η κυβέρνηση Σοφούλη κάτω από τις οδηγίες Βαν-Φλήτ Γκουϊκαμ και άλλων προχώρησε στη δημιουργία του Γκουαντάναμο της Ελλάδας, της πιο μελανής κηλίδας στην ιστορία του τόπου μας.
Σαν να μην έφταναν όλα τα δεινά, που τραβούσε ο κόσμος με τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις, τους διωγμούς θέλησαν να δημιουργήσουν και στρατόπεδα αναμόρφωσης των συνειδήσεων του αριστερού κόσμου.
Έτσι στη Μεταβαρκιζιανή εκείνη περίοδο, όσοι είχαν παλαίψει να διώξουν τον κατακτητή και να ελευθερώσουν την πατρίδα διώκονταν, φυλακίζονταν, ενώ όσοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς είχαν όλες τις εύνοιες, ήταν τ’ αγαπημένα παιδιά της κυβέρνησης, οι γνήσιοι πατριώτες.
Αυτό το πολιτικό κλίμα της περιόδου εκείνης, διαγράφεται ανάγλυφα στο παρακάτω κείμενο του Κώστα Γαβριηλίδη που δίνει χαρακτηριστικές εικόνες από τα ματωμένα εκείνα χρόνια που λειτουργούσε η Μακρόνησος και ο Μακαρθισμός στην Ελλάδα.
“Στις 29 του Γενάρη μεταφερθήκαμε μαζί με το στρατηγό Μάντακα στο Μακρονήσι, αφού ταλαιπωρηθήκαμε 17 μέρες στο τμήμα Μεταγωγών. Στις 12 του Γενάρη μας είχαν αρπάξει από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόμασταν, μας είχαν μεταφέρει στο Τμήμα Μεταγωγών Αθηνών και μας κλείσανε σ’ ένα άθλιο και απαίσιο μπουντρούμι.
Από την Αθήνα στο Λαύριο μεταφερθήκαμε με κλούβα και αλυσοδεμένοι χέρι με χέρι με τον Μάντακα. Τη διαταγή για το δέσιμο μας την έδωσε ο μοίραρχος Ζήσιμος. Λίγα λεφτά πριν από εμάς μεταφέρανε Γερμανούς αξιωματικούς, εγκληματίες πολέμου και τους συνόδευε ένας μόνο αξιωματικός της χωροφυλακής, ελεύθερους, σαν να πήγαιναν σε περίπατα, σαν να ήταν μια φιλική παρέα.
Ο Μανώλης σ’ όλη τη διαδρομή ήταν αμίλητος και σε μια στιγμή μου λέει: “Πρώτη φορά φοράω χειροπέδες και δεν θα το ξεχάσω ποτέ”. Για να διασκεδάσω τη στενοχώρια του, αλλά και για να εκδηλώσω την αγανάκτησή μου ενάντια στην κατάσταση, που επικρατούσε στη χώρα μας, είπα: “Ποιός σου είπε, Μανώλη να γίνεις Έλληνας στρατηγός και να αγωνισείς για τη λευτεριά της πατρίδας; Δε γινόσουνα προδότης ή δωσίλογος ή Γερμανός εγκληματίας πολέμου, για να έχεις όλες τις τιμές...”
Στο Μακρονήσι φτάσαμε ένα μουντό απόγευμα και αποβιβαστήκαμε στο λιμανάκι του 3ου Τάγματος. Ως τη στιγμή εκείνη δε γνωρίζαμε, ούτε γιατί πηγαίναμε στο Μακρονήσι ούτε για πού προοριζόμεθα. Το πρώτο, που αντικρίσαμε, μόλις φτάσαμε εκεί, ήταν η βουβή και βαριά ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος. Οι στρατιώτες του τάγματος, αυτοί, που ύστερα από πολύχρονα και βάρβαρα βασανιστήρια, υπέκυψαν και όπως τους αποκαλούσαν εδώ, “οι ανανήψαντες”, μας ρίχναν με χίλιες δυο προφυλάξεις ντροπαλά βλέμματα συμπάθειας και αγάπης. Οι Αλφαμίτες, επίσημα Αστυνομία Μονάδος, στην πραγματικότητα οι δήμιοι και οι βασανιστές των στρατιωτών, με φυσιογνωμίες εγκληματικές, με μάτια μεθυσμένα από τη χρήση των ναρκωτικών, μας ρίχνανε άγριες ματιές, έτοιμοι να επιπέσουν εναντίον μας και να μας κάνουν λιώμα στο ξύλο.
Σε λίγο, όμως, έφτασε ο Διοιηκητής των Στρατιωτικών Φυλακών (ΣΦΑ) λοχαγός Αντώνης Βασιλόπουλος, ο μετέπειτα σφαγιαστής και βασανιστής του 1ου Τάγματος, ο οποίος μας παρουσιάστηκε μ’ όλους τους τύπους της ευγένειας, μας παρέλαβε κι αφού διέταξε να μεταφερθούν τα πράγματά μας, μας οδήγησε προσωρινά στη σκηνή ενός αξιωματικού. Εκεί επιτέλους μάθαμε πως δίπλα στις φυλακές με διαταγή του Υπουργείου Δημόσιας Τάξεως ιδρύεται Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως που προορίζετο για 300-400 εξόριστους.
Μετά από δύο μέρες μεταφέρθηκε από τη Σέριφο κι ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης και την επομένη του ερχομού του εγκατασταθήκαμε σε μια σκηνή, που στήθηκε από τους κρατούμενους στρατιώτες των φυλακών μέσα στο συρματόφραχτο χώρο του Στρατοπέδου. Περιμέναμε και τους Χατζημιχάλη, Λούλη και Χατζήμπεη. Στο έγγραφο για την ίδρυση του στρατοπέδου αναφέροντο μαζί με τα δικά μας ονόματα και τα δικά τους ονόματα. Έτσι, εμείς οι έξι “ιδρύσαμε” το Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως, που πέρασε τόσο τραγικές στιγμές και που θα μείνει για πάντα ένα ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία της Ελλάδας.
Από την πρώτη μέρα οργανώσαμε τη ζωή μας. Μίλησα στην πρώτη μας συγκέντρωση. Ανάμεσα στ’ άλλα τους είπα: “... Ο μοναρχοφασιμός και οι Αγγλοαμερικάνοι διάλεξαν Φέτος στις 29 του Γενάρη κλείνουν 60 χρόνια από τη δημιουργία του στρατοπέδου των πολιτικών εξορίστων στη Μακρόνησο του ΒΕΤΟ-ΕΣΑΪ. Το στρατόπεδο για τους φαντάρους, το ΑΕΤΟ, είχε αρχίσει τη λειτουργία του από τον Απρίλη του 1947. Η κυβέρνηση Σοφούλη κάτω από τις οδηγίες Βαν-Φλήτ Γκουϊκαμ και άλλων προχώρησε στη δημιουργία του Γκουαντάναμο της Ελλάδας, της πιο μελανής κηλίδας στην ιστορία του τόπου μας.
Σαν να μην έφταναν όλα τα δεινά, που τραβούσε ο κόσμος με τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις, τους διωγμούς θέλησαν να δημιουργήσουν και στρατόπεδα αναμόρφωσης των συνειδήσεων του αριστερού κόσμου.
Έτσι στη Μεταβαρκιζιανή εκείνη περίοδο, όσοι είχαν παλαίψει να διώξουν τον κατακτητή και να ελευθερώσουν την πατρίδα διώκονταν, φυλακίζονταν, ενώ όσοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς είχαν όλες τις εύνοιες, ήταν τ’ αγαπημένα παιδιά της κυβέρνησης, οι γνήσιοι πατριώτες.
Αυτό το πολιτικό κλίμα της περιόδου εκείνης, διαγράφεται ανάγλυφα στο παρακάτω κείμενο του Κώστα Γαβριηλίδη που δίνει χαρακτηριστικές εικόνες από τα ματωμένα εκείνα χρόνια που λειτουργούσε η Μακρόνησος και ο Μακαρθισμός στην Ελλάδα.
“Στις 29 του Γενάρη μεταφερθήκαμε μαζί με το στρατηγό Μάντακα στο Μακρονήσι, αφού ταλαιπωρηθήκαμε 17 μέρες στο τμήμα Μεταγωγών. Στις 12 του Γενάρη μας είχαν αρπάξει από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόμασταν, μας είχαν μεταφέρει στο Τμήμα Μεταγωγών Αθηνών και μας κλείσανε σ’ ένα άθλιο και απαίσιο μπουντρούμι.
Από την Αθήνα στο Λαύριο μεταφερθήκαμε με κλούβα και αλυσοδεμένοι χέρι με χέρι με τον Μάντακα. Τη διαταγή για το δέσιμο μας την έδωσε ο μοίραρχος Ζήσιμος. Λίγα λεφτά πριν από εμάς μεταφέρανε Γερμανούς αξιωματικούς, εγκληματίες πολέμου και τους συνόδευε ένας μόνο αξιωματικός της χωροφυλακής, ελεύθερους, σαν να πήγαιναν σε περίπατα, σαν να ήταν μια φιλική παρέα.
Ο Μανώλης σ’ όλη τη διαδρομή ήταν αμίλητος και σε μια στιγμή μου λέει: “Πρώτη φορά φοράω χειροπέδες και δεν θα το ξεχάσω ποτέ”. Για να διασκεδάσω τη στενοχώρια του, αλλά και για να εκδηλώσω την αγανάκτησή μου ενάντια στην κατάσταση, που επικρατούσε στη χώρα μας, είπα: “Ποιός σου είπε, Μανώλη να γίνεις Έλληνας στρατηγός και να αγωνισείς για τη λευτεριά της πατρίδας; Δε γινόσουνα προδότης ή δωσίλογος ή Γερμανός εγκληματίας πολέμου, για να έχεις όλες τις τιμές...”
Στο Μακρονήσι φτάσαμε ένα μουντό απόγευμα και αποβιβαστήκαμε στο λιμανάκι του 3ου Τάγματος. Ως τη στιγμή εκείνη δε γνωρίζαμε, ούτε γιατί πηγαίναμε στο Μακρονήσι ούτε για πού προοριζόμεθα. Το πρώτο, που αντικρίσαμε, μόλις φτάσαμε εκεί, ήταν η βουβή και βαριά ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος. Οι στρατιώτες του τάγματος, αυτοί, που ύστερα από πολύχρονα και βάρβαρα βασανιστήρια, υπέκυψαν και όπως τους αποκαλούσαν εδώ, “οι ανανήψαντες”, μας ρίχναν με χίλιες δυο προφυλάξεις ντροπαλά βλέμματα συμπάθειας και αγάπης. Οι Αλφαμίτες, επίσημα Αστυνομία Μονάδος, στην πραγματικότητα οι δήμιοι και οι βασανιστές των στρατιωτών, με φυσιογνωμίες εγκληματικές, με μάτια μεθυσμένα από τη χρήση των ναρκωτικών, μας ρίχνανε άγριες ματιές, έτοιμοι να επιπέσουν εναντίον μας και να μας κάνουν λιώμα στο ξύλο.
Σε λίγο, όμως, έφτασε ο Διοιηκητής των Στρατιωτικών Φυλακών (ΣΦΑ) λοχαγός Αντώνης Βασιλόπουλος, ο μετέπειτα σφαγιαστής και βασανιστής του 1ου Τάγματος, ο οποίος μας παρουσιάστηκε μ’ όλους τους τύπους της ευγένειας, μας παρέλαβε κι αφού διέταξε να μεταφερθούν τα πράγματά μας, μας οδήγησε προσωρινά στη σκηνή ενός αξιωματικού. Εκεί επιτέλους μάθαμε πως δίπλα στις φυλακές με διαταγή του Υπουργείου Δημόσιας Τάξεως ιδρύεται Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως που προορίζετο για 300-400 εξόριστους.
Μετά από δύο μέρες μεταφέρθηκε από τη Σέριφο κι ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης και την επομένη του ερχομού του εγκατασταθήκαμε σε μια σκηνή, που στήθηκε από τους κρατούμενους στρατιώτες των φυλακών μέσα στο συρματόφραχτο χώρο του Στρατοπέδου. Περιμέναμε και τους Χατζημιχάλη, Λούλη και Χατζήμπεη. Στο έγγραφο για την ίδρυση του στρατοπέδου αναφέροντο μαζί με τα δικά μας ονόματα και τα δικά τους ονόματα. Έτσι, εμείς οι έξι “ιδρύσαμε” το Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως, που πέρασε τόσο τραγικές στιγμές και που θα μείνει για πάντα ένα ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία της Ελλάδας.
Από την πρώτη μέρα οργανώσαμε τη ζωή μας. Μίλησα στην πρώτη μας συγκέντρωση. Ανάμεσα στ’ άλλα τους είπα: “... Ο μοναρχοφασιμός και οι Αγγλοαμερικάνοι διάλεξαν Φέτος στις 29 του Γενάρη κλείνουν 60 χρόνια από τη δημιουργία του στρατοπέδου των πολιτικών εξορίστων στη Μακρόνησο του ΒΕΤΟ-ΕΣΑΪ. Το στρατόπεδο για τους φαντάρους, το ΑΕΤΟ, είχε αρχίσει τη λειτουργία του από τον Απρίλη του 1947. Η κυβέρνηση Σοφούλη κάτω από τις οδηγίες Βαν-Φλήτ Γκουϊκαμ και άλλων προχώρησε στη δημιουργία του Γκουαντάναμο της Ελλάδας, της πιο μελανής κηλίδας στην ιστορία του τόπου μας.
Σαν να μην έφταναν όλα τα δεινά, που τραβούσε ο κόσμος με τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις, τους διωγμούς θέλησαν να δημιουργήσουν και στρατόπεδα αναμόρφωσης των συνειδήσεων του αριστερού κόσμου.
Έτσι στη Μεταβαρκιζιανή εκείνη περίοδο, όσοι είχαν παλαίψει να διώξουν τον κατακτητή και να ελευθερώσουν την πατρίδα διώκονταν, φυλακίζονταν, ενώ όσοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς είχαν όλες τις εύνοιες, ήταν τ’ αγαπημένα παιδιά της κυβέρνησης, οι γνήσιοι πατριώτες.
Αυτό το πολιτικό κλίμα της περιόδου εκείνης, διαγράφεται ανάγλυφα στο παρακάτω κείμενο του Κώστα Γαβριηλίδη που δίνει χαρακτηριστικές εικόνες από τα ματωμένα εκείνα χρόνια που λειτουργούσε η Μακρόνησος και ο Μακαρθισμός στην Ελλάδα.
“Στις 29 του Γενάρη μεταφερθήκαμε μαζί με το στρατηγό Μάντακα στο Μακρονήσι, αφού ταλαιπωρηθήκαμε 17 μέρες στο τμήμα Μεταγωγών. Στις 12 του Γενάρη μας είχαν αρπάξει από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόμασταν, μας είχαν μεταφέρει στο Τμήμα Μεταγωγών Αθηνών και μας κλείσανε σ’ ένα άθλιο και απαίσιο μπουντρούμι.
Από την Αθήνα στο Λαύριο μεταφερθήκαμε με κλούβα και αλυσοδεμένοι χέρι με χέρι με τον Μάντακα. Τη διαταγή για το δέσιμο μας την έδωσε ο μοίραρχος Ζήσιμος. Λίγα λεφτά πριν από εμάς μεταφέρανε Γερμανούς αξιωματικούς, εγκληματίες πολέμου και τους συνόδευε ένας μόνο αξιωματικός της χωροφυλακής, ελεύθερους, σαν να πήγαιναν σε περίπατα, σαν να ήταν μια φιλική παρέα.
Ο Μανώλης σ’ όλη τη διαδρομή ήταν αμίλητος και σε μια στιγμή μου λέει: “Πρώτη φορά φοράω χειροπέδες και δεν θα το ξεχάσω ποτέ”. Για να διασκεδάσω τη στενοχώρια του, αλλά και για να εκδηλώσω την αγανάκτησή μου ενάντια στην κατάσταση, που επικρατούσε στη χώρα μας, είπα: “Ποιός σου είπε, Μανώλη να γίνεις Έλληνας στρατηγός και να αγωνισείς για τη λευτεριά της πατρίδας; Δε γινόσουνα προδότης ή δωσίλογος ή Γερμανός εγκληματίας πολέμου, για να έχεις όλες τις τιμές...”
Στο Μακρονήσι φτάσαμε ένα μουντό απόγευμα και αποβιβαστήκαμε στο λιμανάκι του 3ου Τάγματος. Ως τη στιγμή εκείνη δε γνωρίζαμε, ούτε γιατί πηγαίναμε στο Μακρονήσι ούτε για πού προοριζόμεθα. Το πρώτο, που αντικρίσαμε, μόλις φτάσαμε εκεί, ήταν η βουβή και βαριά ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος. Οι στρατιώτες του τάγματος, αυτοί, που ύστερα από πολύχρονα και βάρβαρα βασανιστήρια, υπέκυψαν και όπως τους αποκαλούσαν εδώ, “οι ανανήψαντες”, μας ρίχναν με χίλιες δυο προφυλάξεις ντροπαλά βλέμματα συμπάθειας και αγάπης. Οι Αλφαμίτες, επίσημα Αστυνομία Μονάδος, στην πραγματικότητα οι δήμιοι και οι βασανιστές των στρατιωτών, με φυσιογνωμίες εγκληματικές, με μάτια μεθυσμένα από τη χρήση των ναρκωτικών, μας ρίχνανε άγριες ματιές, έτοιμοι να επιπέσουν εναντίον μας και να μας κάνουν λιώμα στο ξύλο.
Σε λίγο, όμως, έφτασε ο Διοιηκητής των Στρατιωτικών Φυλακών (ΣΦΑ) λοχαγός Αντώνης Βασιλόπουλος, ο μετέπειτα σφαγιαστής και βασανιστής του 1ου Τάγματος, ο οποίος μας παρουσιάστηκε μ’ όλους τους τύπους της ευγένειας, μας παρέλαβε κι αφού διέταξε να μεταφερθούν τα πράγματά μας, μας οδήγησε προσωρινά στη σκηνή ενός αξιωματικού. Εκεί επιτέλους μάθαμε πως δίπλα στις φυλακές με διαταγή του Υπουργείου Δημόσιας Τάξεως ιδρύεται Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως που προορίζετο για 300-400 εξόριστους.
Μετά από δύο μέρες μεταφέρθηκε από τη Σέριφο κι ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης και την επομένη του ερχομού του εγκατασταθήκαμε σε μια σκηνή, που στήθηκε από τους κρατούμενους στρατιώτες των φυλακών μέσα στο συρματόφραχτο χώρο του Στρατοπέδου. Περιμέναμε και τους Χατζημιχάλη, Λούλη και Χατζήμπεη. Στο έγγραφο για την ίδρυση του στρατοπέδου αναφέροντο μαζί με τα δικά μας ονόματα και τα δικά τους ονόματα. Έτσι, εμείς οι έξι “ιδρύσαμε” το Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως, που πέρασε τόσο τραγικές στιγμές και που θα μείνει για πάντα ένα ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία της Ελλάδας.
Από την πρώτη μέρα οργανώσαμε τη ζωή μας. Μίλησα στην πρώτη μας συγκέντρωση. Ανάμεσα στ’ άλλα τους είπα: “... Ο μοναρχοφασιμός και οι Αγγλοαμερικάνοι διάλεξαν το μέρος αυτό της εξορίας, για να πετύχουν τη σίγουρη φυσική και ηθική μας εξόντωση.. Ο δρόμος θα είναι μακρύς και κουραστικός... Θα περάσουμε σκληρές δοκιμασίες... Θ’ αντιμετωπίσουμε δυσκολίες και κινδύνους. Και μονάχα από εμάς εξαρτάται να τους υπερνικήσουμε. Θα το πετύχουμε με τη σωστή, ψύχραιμη και σοβαρά οργανωμένη αντιμετώπιση της κατάστασης... Και σαν άμεσο καθήκον που βγαίνει από τη θέση μας την ίδια είναι: Να οργανώσουμε καλά και μ’ όλες τις λεπτομέρειες τη ζωή μας. Ένας πρέπει να είναι ο αντικειμενικός μας σκοπός. Να βγούμε από δω όχι μονάχα ζωντανοί, αλλά και περισσότερο δυνατοί απ’ ό,τι μπήκαμε σωματικά, ψυχικά και ιδεολογικά. Για να πετύχουμε το σκοπό μας αυτό, πρέπει να είμαστε μονιασμένοι, αγαπημένοι, άψογοι στη συμπεριφορά μας, όχι μονάχα ανάμεσά μας, αλλά και με τους δεσμοφύλακες μας ακόμα. Να μη δώσουμε καμία απολύτως αφορμή που θα δικαιολογούσε επέμβασή τους.  Να μην έχουμε μαζί τους πολλές και άσκοπες κουβέντες και κάθε μας φράση και ενέργεια να είναι προσεκτική, ζυγισμένη και άψογη. Να καλλιεργήσουμ και να αναπτύξουμε καλές και φυλικές σχέσεις ανάμεσά μας... Ν’ αποφύγουμε το καθετί, που μπορεί να σταθεί αιτία παρεξηγήσεων. Και ν’ αναπτύξουμε στον υπέρτατο βαθμό το αίσθημα της αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας ανάμεσά μας. Μονάχα έτσι οι εγκληματικοί σκοποί των εχθρών του λαού θ’ αποτύχουν...”
Εδώ πρέπει να τονιστεί με ιδιαίτερη σημασία πως η κατανόηση από την πλευρά των εξόριστων αξιωματικών, που μας ήρθαν από το Γ’ Κέντρο, ήταν απόλυτη και η βοήθεια που πρόσφεραν ανεκτίμητη. Η οργάνωση της ζωής μας έγινε με πνεύμα ισότητας, αλληλεγγύης και πειθαρχίας. Τη δουλειά αυτή, όπως και την επαφή με τις αρχές, την ανέλαβα προσωπικά και μπορώ να δηλώσω πως για την περίοδο εκείνη έμεινα πολύ ικανοποιημένος. Όλοι χωρίς γογγυσμό, χωρίς καμία διάκριση, με χαρά και προθυμία προσέφεραν τις υπηρεσίες τους για την όσο το δυνατόν πιο άνετη οργάνωση της ζωής μας.
Ψυχή όλη, αυτής της δουλειάς, ο υπέροχος σαν άνθρωπος και ανδρείος σαν στρατιώτης συνταγματάρχης Ιωάννης Μουστεράκης. Είναι ζηλευτή η αγάπη κι ο σεβασμός που είχαν στον “παππού” τους όλοι αξιωματικοί...
Ακούραστος ο γιατρός Κ. Ζωγράφος. Η υγειονομική δουλειά με τις άοκνες προσπάθειές του μπήκε σε καλό δρόμο. Πολλές ήταν οι ανάγκες και τα  μέσα ελάχιστα και οι ανάγκες ολοένα μεγάλωναν. Οργανώναμε ειδικό ταμείο και ενισχύαμε με κάθε μέσο την υγειονομική μας προσπάθεια...
Θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη αν δεν τονίζαμε την όλως ιδιαίτερη συμβολή του στρατηγού Σαράφη. Πάντα κεφάτος, άοκνος, πραγματικό παλικάρι, σκορπούσε παντού την επιθυμία, την εγκαρτέρηση, την πίστη. Στον καθένα έβρισκε να πει και μια ξεχωριστή κουβέντα. Η ζωή του γεμάτη από περιπέτειες και με έντονη επαναστατική δράση, αποτελούσε και παράδειγμα για μίμηση, αλλά και πηγή ακένωτη από διάφορες νόστιμες ιστοριούλες και ανέκδοτα. Ξεχωριστός ήταν ο σεβασμός και η αγάπη, που του είχαν όλοι οι εξόριστοι, ιδιαίτερα, όμως, οι αξιωματικοί.
Αξέχαστοι θα μείνει η στωικότητα του στρατηγού Χατζημιχάλη, η ψυχικη του ευγένεια και αγάπη, που εξεδήλωνε σ’ όλους τους αξιωματικούς, και το θάρρος, με τον οποίον αντιμετώπισε όλες τις σκληρότητες της ζωής.
Γρήγορα άρχισαν να μας έρχονται διάφορες αποστολές από τον Αϊ-Στράτη και την Ικαρία. Και σε λίγο χρονικό διάστημα φτάσαμε περίπου του 280. Ανάμεσα στους άλλους είχαν έρθει από την Ικαρία ο Κώστας Λυκούρης και Νιόνιος Μενύχτας