Ιδιαίτερη
αίσθηση προκάλεσε το σχόλιο μας για την άνθιση του φαινομένου
της τοκογλυφίας στο Κιλκίς. Είναι μια γάγγραινα όχι πρωτόφαντη, αλλά
στις μέρες μας με τη στενότητα χρήματος λόγω και της οικονομικής κρίσης
απειλεί να αποδιοργανώσει κάθε παραγωγική και επαγγελματική
δραστηριότητα.
Η τοκογλυφία, ο δανεισμός δηλαδή από ιδιώτες που λειτουργούν ως τράπεζες με επιτόκια ακόμα και ημέρας, εξυπηρετείται ως οικονομικό φαινόμενο από τρεις κύριους παράγοντες:
Α. Την οικονομική αδυναμία των δανειζομένων σε συνάρτηση με την πολιτική των τραπεζών να δανείζουν χρήμα συνήθως σε όσους δεν το έχουν απόλυτη ανάγκη και με μόνη διασφάλιση την εμπράγματη.
Β. Τη βουλιμία και την εγκληματική δράση ατόμων που λειτουργούν κερδοσκοπικά. Συνηθέστατα μάλιστα πρόκειται περί “ευυπόληπτων” και “υπεράνω πάσης υποψίας”πολιτών.
Γ. Τη σχέση συνενοχής που αναπτύσσεται ανάμεσα στο θύμα και το θύτη (δανειζόμενο και τοκογλύφο) ώστε να περιορίζεται η δυνατότητα της Πολιτείας να ελέγξει το φαινόμενο.
Στο Κιλκίς η δράση των τοκογλύφων διογκώθηκε αφότου ο νομός, μετά το 1980, αναπτύχθηκε στο μεταποιητικό και στον τομέα των υπηρεσιών.
Ούτως ή άλλως ο πρωτογενής τομέας είχε να αντιμετωπίσει - και αντιμετωπίζει ακόμα- την τοκογλυφία σε λανθάνουσα μορφή ως αποτέλεσμα της διαστροφικής λειτουργίας των νόμων της αγοράς σε βάρος των παραγωγών. Η σύμπηξη και η λειτουργία των καρτέλ καθιστά αχρείαστους τους κλασσικούς τοκογλύφους.
Στον τομέα των υπηρεσιών και της μεταποίησης η ανάπτυξη της τοκογλυφίας πέρασε διάφορα στάδια. Κοινό στοιχείο πάντα αποτέλεσε η διασύνδεση της εγκληματικής (τοκογλυφικής) με τις παρυφές της κοινής τραπεζικής λειτουργίας.
Εξάλλου κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα τους απελπισμένους και όσους αδυνατούν να δανειστούν επισήμως και με το νόμο. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι σε κάθε - σπάνια είναι αλήθεια- αποκάλυψη τοκογλυφικού κυκλώματος, υπήρχε πάντα κι ένα τραπεζικό στέλεχος, συνήθως υψηλόβαθμο, να κινεί τα νήματα ή να διαδραματίζει καίριο ρόλο.
Για να επανέλθουμε στη σχέση συνενοχής που καθιστά δυσχερέστατη την αποκάλυψη, πρέπει να επισημάνουμε ότι η δράση των κυκλωμάτων αυτών είναι γνωστή και στις διωκτικές αρχές. Μόνο η Εισαγγελέας Κιλκίς κ. Χρυσογιάννη στα λίγα χρόνια που βρίσκεται στο Κιλκίς παρήγγειλε και διενήργησε δυο προκαταρκτικές εξετάσεις για να εγκλωβίσει τα τοκογλυφικά κυκλώματα. Και τις δυο φορές δεν κατέστη δυνατόν να στοιχειοθετηθούν κατηγορίες και οι υποθέσεις οδηγήθηκαν στο αρχείο.
Όσοι προσκλήθηκαν να μιλήσουν «δεν άνοιξαν το στόμα τους» και χωρίς στοιχεία και μάρτυρες κατηγορίες δεν μπορούν να αποδοθούν.
Όσο κι αν φαντάζει ειρωνικό, σύμμαχος της νομιμότητας και των διωκτικών αρχών μπορεί να αποβεί η απελπισία, το «μη επέκεινα».
Όταν κάποιος δεν έχει πια να χάσει τίποτα, αφού τα έχασε όλα, τότε υπάρχει ελπίδα να μιλήσει. Και να αποκαλύψει τα μέλη του κυκλωματος που κατά τα άλλα ειναι γωνστά στην κοινωνία της πόλης και του νομού, μόνο που κανείς δεν μπορεί να τους “δείξει” χωρίς αποδείξεις ισχυρές ενώπιον της διακιοσύνης. Αλλιώς κινδυνεύει ο ίδιος...
Η κοινή λογική λέει πως αν τα θύματα μιλήσουν έγκαιρα μπορούν να έχουν και οικονομικό όφελος, αφού η ατραπός της τοκοφλυφίας ανοίγει τη λεωφόρο του οικονομικού αφανισμού.
Απομένει να μάθουμε κάποτε, όταν θα σπάσει το κύκλωμα του Κιλκίς - διότι θα είναι αφελές να πιστεύουν όσοι εμπλέοκνται πως θα παραμένει εσαεί ατιμώρητο- αν θα είναι η απελπισία ή η κοινή λογική εκείνη που «άνοιξε τα στόματα».
Τρίτη, 09 Μαρτίου 2010 06:38